September 18, 2024

True Orthodox Diocese of Western Europe

Russian True Orthodox Church (RTOC)

ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΡΓΟΕ (RTOC)

Holy Land Russian True Orthodox Church


Ὑπὸ Βλαδιμήρου Μός




Ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας (ἄλλο ὄνομά της εἶναι ἡ Κατακομβικὴ Ἐκκλησία) ἄρχισε τὴν ὀργανωμένη ὕπαρξή της ὡς συνέχεια τῆς Τοπικῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1920 /ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1930, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἀρνήσεως τῆς πλειοψηφίας τῶν Ἐπισκόπων καὶ τοῦ κλήρου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας νὰ συνεργαστεῖ μὲ τὸ κομμουνιστικὸ καθεστὼς ποὺ πολεμοῦσε τὸν Θεὸ στὴν ἘΣΣΔ.  Ἡ φιλοκαινοτομικὴ ὁμάδα ποὺ ἡγεῖτο ὁ Μητροπολίτης Σέργιος (Στραγγορόδσκι) συνεργάστηκε μὲ τὸ κομμουνιστικὸ καθεστώς. Ἀπὸ τότε, ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ σχίσματος ποὺ προκλήθηκε ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Σέργιο ὑπὸ τὴν ἡγεσία τῶν ὀργάνων τῆς  OGPU-NKVD [KGB], ὑπῆρχε παράλληλα στὴν ἘΣΣΔ μία ἐπίσημη («Σοβιετικὴ» ἢ «κόκκινη») ἐκκλησία, ποὺ τὸ 1943, κατὰ διαταγὴ τοῦ Στάλιν, καταχωρήθηκε ὡς «Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας», καὶ ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας (ΡΓΟΕ ἥ RTOC), ποὺ ἦταν ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὸ καθεστὼς ποὺ πολεμοῦσε τὸν Θεό. Ἡ τελευταία, ὡς ἀποτέλεσμα τῶν σκληρῶν διώξεων καὶ καταπιέσεων, ἠναγκάστηκε νὰ μετατραπεῖ σὲ παράνομη μορφὴ (κατὰ τὸ καθεστὼς) λειτουργίας, ἐξ οὗ καὶ τὸ ἄλλο της ὄνομα – Κατακομβικὴ Ἐκκλησία.


Ἡ Κατακομβικὴ Ἐκκλησία, ὡς συνέχεια τῆς ἡνωμένης Τοπικῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ὀνομάζεται ἐπίσης «Τυχωνίτικη» ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Πατριάρχου Τύχωνος (Μπέλαβιν, +1925).


Ἡ κανονικὴ βάση τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας εἶναι τὸ Διάταγμα τοῦ Ἁγίου Πατριάρχου Τύχωνος ἀριθμός 362 ποὺ χρονολογεῖται στὶς 7/20 Νοεμβρίου 1920. Ὁ ἅγιος Ἱεράρχης Τύχων ἦταν ὁ τελευταῖος νόμιμος πατριάρχης τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ἐξελέγη ἀπὸ τὴν Πανρωσικὴ Τοπικὴ Σύνοδο ποὺ ἐξέφρασε ὅλη τὴν πληρότητα τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας.


Ὁ ἅγιος Πατριάρχης Τύχων προφητικὰ προέβλεψε δύο μορφὲς διοίκησης τῆς ἐκκλησίας στὴν Ρωσικὴ Ἐκκλησία.


Ἡ πρώτη ἐκφράστηκε στὴ Διαθήκη τοῦ Πατριάρχη τῆς 25ης Δεκεμβρίου / 7ης Ἰανουαρίου, 1924 / 1925, ποὺ δημοσιεύθηκε ἀμέσως μετὰ τὸν μυστηριώδη θάνατο τῆς Αὐτου  Ἁγιότητος. Κατανοώντας ὅτι οἱ θεομάχοι εἶχαν στόχο τὴν πλήρη ἐξόντωση τῆς Ἀληθινῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὅτι μετὰ τὸν θάνατό του δὲν θὰ ἐπέτρεπαν τὴν σύγκληση ἐλεύθερης Τοπικῆς Συνόδου γιὰ τὴν ἐκλογὴ νέου νόμιμου Πατριάρχη, καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ στεροῦσαν τὴν Ρωσικὴ Ἐκκλησία ἀπὸ ἕνα κανονικἠ κεφαλὴ, ὁ ἅγιος Πατριάρχης Τύχων, σύμφωνα μὲ τὴν ἀπόφαση τῆς Τοπικῆς Συνόδου τοῦ 1917-1918, διόρισε Τοποτηρητὲς τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου: τοὺς Μητροπολίτες Κύριλλο (Σμίρνοβ) τοῦ Καζὰν (ἀργότερα ἕνας ἀπὸ τοὺς ἰδρυτές τῆς Κατακομβικῆς Ἐκκλησίας), Ἀγαθάγγελο (Πρεομπραζένσκι) τοῦ Γιαροσλάβλ καὶ Πέτρο (Πολυάνσκι) τοῦ Κρουτίτσα. Στὴ διαθήκη ὑπήρχε ἡ ἐιδικὴ προϋπόθεση ὅτι ἐὰν ὁ Μητροπολίτης Κύριλλος, γιὰ λόγους ποὺ δὲν ἐξαρτῶνται ἀπ’ αὐτόν, δὲν θὰ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ἀναλάβει τὰ δικαιώματα τοῦ Τοποτηρητή, τότε τὴ θέση του θὰ ἀναλάμβανε ὁ Μητροπολίτης Ἀγαθάγγελος. Ἀλλὰ ἐὰν οὔτε ὁ Μητροπολίτης Κύριλλος οὔτε ὁ Μητροπολίτης Ἀγαθάγγελος δὲν ἤταν σὲ θέση νὰ το πράξουν, τότε ὁ Μητροπολίτης Πέτρος θὰ ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ ἀναλάβει τὰ δικαιώματα τοῦ Τοποτηρητή. Ὡς γνωστόν, οἱ Μητροπολίτες Κύριλλος καὶ Ἀγαθάγγελος συνελήφθησαν ἀπὸ τοὺς θεομάχους, καὶ σε συνέχεια μὲ αὐτό, σύμφωνα μὲ τὴ Διαθήκη τοῦ Ἁγίου Πατριάρχου, ἦρθε στὸν Μητροπολίτη Πέτρο νὰ ἀναλάβει τὸ βαρὺ σταυρὸ τῆς διακονίας τοῦ Πρωθιεράρχου. Μέσα σὲ συνθήκες δίωξης καὶ ἒχοντας αἰσθανθεῖ τὴν ἐπικείμενη σύλληψή του, ὁ Μητροπολίτης Πέτρος διόρισε προσωρινούς ἀντικαταστάτες για τὸν ἑαυτό του, ἕνας ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἦταν ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ἰωσήφ (Πέτροβυx, +1937) Μητροπολίτης τοῦ Πετρογκράδ, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἰδρυτές τῆς Κατακομβικῆς Ἐκκλησίας.


Ὁ κύριος σκοπὸς τῆς εἰσαγωγῆς μιᾶς προσωρινῆς μορφῆς διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας – τῶν Τοποτηρητῶν καὶ τῶν ἀναπληρωτῶν τους – ἦταν νὰ συγκληθεῖ στὴν πρώτη εὐκαιρία ἕνα ἐλεύθερο Συμβούλιο γιὰ νὰ ἐκλέξει ἕναν νέο κανονικὸ Πατριάρχη καὶ νὰ ἀποκαταστήσει τὴν νόμιμη ἐξουσία στὴν Ρωσικὴ Ἐκκλησία. Ἕνα τέτοιο μυστικὸ Συμβούλιο πραγματοποιήθηκε τὸ 1926 μὲ τὴ συλλογὴ τῶν ὑπογραφῶν ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων ἱεραρχῶν. Πάνω ἀπὸ 70 ἐπίσκοποι τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ψήφισαν τὸν ἅγιο Μητροπολίτη Κύριλλο (Σμίρνόβ, +1937) τοῦ Καζὰν ὡς τὸν νέο Πατριάρχη. Ὡστόσο, ἡ συνοδικὴ ἔκφραση τῆς βουλήσεως τῶν ἐπισκόπων τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας δὲν ἐπιτεύχθηκε στὴν πράξη ἐξαιτίας τῶν ἀντιδράσεων τῶν θεομάχων ἀρχῶν. Σχεδὸν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι ποὺ ψήφισαν τὴν ὑποψηφιότητα τοῦ Μητροπολίτη Κύριλλου συνελήφθησαν καὶ τελείωσαν τὴ ζωή τους στὶς φυλακὲς καὶ στὰ στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Πολὺ σύντομα, μὲ τὴ συνεργασία τῆς OGPU, ὁ Μητροπολίτης Σέργιος (Στραγγορόδσκι) καταχράστηκε τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία, ἀπὸ τὴν ὁποία ἄρχισε τὸ σεργιανιστικὸ σχίσμα στὴν Ρωσικὴ Ἐκκλησία.


Ἀφού σχημάτισε μιὰ λεγόμενη «προσωρινὴ σύνοδο» κατὰ βούλησή του, τὸ 1927 ὁ Μητροπολίτης Σέργιος δημοσίευσε μία ἀποστατικὴ διακήρυξη, μὲ τὴν ὁποία νομιμοποίησε τὸ θεομάχο κομμουνιστικὸ καθεστὼς στὸ ὄνομα ὅλης τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας καὶ διακήρυξε ὅτι «οἱ χαρὲς καὶ οἱ λύπες τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστώτος» εἶναι «οἱ χαρὲς καὶ οἱ λύπες τῆς Ἐκκλησίας». Κατὰ τὴ γνώμη τῆς πλειοψηφίας τῶν ἐπισκόπων τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὄργανα τῆς OGPU εἶχαν, μὲ τὰ χέρια τοῦ Μητροπολίτη Σεργίου, δημιουργήσει ἕνα «νεο-καινοτομικὸ σχίσμα». Ἡ ἐξουσία στὴν Ἐκκλησία, σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο τῆς OGPU, τώρα ἔπρεπε νὰ περάσει στους πρώην ἀνανεωτές, ὅπως ὁ Μητροπολίτης Σέργιος (Στραγγορόδσκι), ὁ Μητροπολίτης Ἀλέξιος (Σιμάνσκι) καὶ ἄλλοι.


Προβλέποντας μία τέτοια τραγικὴ ἐξέλιξη, ὁ ἅγιος Πατριάρχης Τύχων προφητικὰ προέβλεψε μία ἄλλη μορφὴ ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως στὴν Ρωσικὴ Ἐκκλησία – στὴν περίπτωση τῆς διακοπῆς τῆς δραστηριότητος τῆς νόμιμης Ἀνωτέρας Ἐκκλησιαστικῆς Διοικήσεως. Αὐτὴ ἡ μορφὴ προβλέφθηκε ἀπὸ τὸ Διάταγμα τοῦ ἁγίου Πατριάρχου Τύχωνος ἀριθμός 362 τῆς 7/20 Νοεμβρίου 1920, στὴ βάση τοῦ ὁποίου ἀναδύθηκε ἡ Κατακομβικὴ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία στὴν Πατρίδα καὶ ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία τοῦ Ἐξωτερικοῦ.


Ἡ οὐσία τοῦ Διατάγματος τοῦ ἁγίου Πατριάρχη συνοψίζεται στὸ ἐξῆς: στὴν περίπτωση διακοπῆς τῆς δραστηριότητος τῆς νόμιμης Ἀνωτέρας Ἐκκλησιαστικῆς Διοικήσεως τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ὁ διοικῶν ἐπίσκοπος τῆς ἐπισκοπῆς ἐρχόταν σὲ ἐπαφὴ μὲ τοὺς ἱεράρχες τῶν γειτονικῶν ἐπισκοπῶν γιὰ νὰ ὀργανώσει μία ἀνώτερη μορφὴ ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας γιὰ διάφορες ἐπισκοπὲς ποὺ βρίσκονται σὲ παρόμοιες συνθήκες (εἶτε μὲ τὴ μορφὴ μίας Προσωρινῆς Ἀνωτέρας Ἐκκλησιαστικῆς Διοικήσεως εἶτε μὲ τὴ μορφὴ μιᾶς μητροπολιτικῆς περιφερείας ἢ κάτι ἄλλο), καὶ στὴν περίπτωση ἔλλειψης ἱεραρχῶν μὲ τοὺς ὁποίους θὰ μποροῦσε νὰ ἐπικοινωνήσει, ὁ ἐπίσκοπος τῆς ἐπισκοπῆς περνάει σὲ αὐτοδιοίκηση καὶ ἀναλαμβάνει ὅλη τὴν πληρότητα τῆς ἐξουσίας στὴν ἐπισκοπὴ του μέχρι τὴν δημιουργία μίας ἐλεύθερης ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως. Ἀλλὰ στὴν περίπτωση «ἄκρως διασπασμένης ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ὅταν κάποιοι ἄνθρωποι καὶ ἐνορίες παύουν νὰ ἀναγνωρίζουν τὴν ἐξουσία τοῦ ἐπισκόπου τῆς ἐπισκοπῆς», λέει τὸ Διάταγμα, «ὁ τελευταῖος δὲν ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του τὰ ἱερατικὰ δικαιώματά του, ἀλλὰ ὀργανώνει ἐνορίες ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ποὺ παραμένουν πιστοὶ σ’ αὐτόν, καὶ ἀπὸ τὶς ἐνορίες καὶ ἐπισκοπές, ἐπιτρέποντάς τους, ὅπου χρειάζεται, νὰ τελοῦν τὴ Θεία Λειτουργία ἀκόμα καὶ σὲ ἰδιωτικὰ σπίτια καὶ ἄλλους χώρους ποὺ εἶναι κατάλληλοι γι’ αὐτὸν τὸ σκοπό, καὶ διακόπτοντας τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς ἀνυπάκουους.”


Αὐτὴ ἡ μορφὴ ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης ἐφαρμόστηκε ἤδη κατά τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου Πατριάρχη Τύχωνα, ἐνῷ ὁ ἀναπληρωτὴς του Μητροπολίτης Ἀγαθάγγελος στὴν ἐπιστολὴ του τῆς 5/18 Ἰουνίου 1922 εἶπε σὲ ὅλους τοὺς ἱεράρχες νὰ περάσουν στὸ Διάταγμα ἀριθ. 362.


Ἡ ζωή ἐπιβεβαίωσε τὴν προφητικὴ σοφία τοῦ Διατάγματος. Μετὰ τὴ σύλληψη τοῦ Τοποτηρητῆ τῆς Πατριαρχικοῦ Θρόνου Μητροπολίτη Πέτρου, ἡ “Ἀνωτέρα Ἐκκλησιαστικὴ Διοίκηση” τοῦ Μητροπολίτη Σεργίου παρέδωσε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στὴν ἐξουσία τῶν θεομάχων. Αὐτὴ ἀπορρίφθηκε ἀπὸ τὴν πλειοψηφία τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων ἀρχιεπισκόπων, κληρικῶν καὶ πιστῶν, περιλαμβανομένων τῶν δύο ὑποψηφίων γιὰ τὴν τοποτηρητία ποὺ ὑποδείχθηκαν ἀπὸ τὸν ἅγιο Πατριάρχη Τύχωνα, τοὺς Μητροπολίτες Κύριλλο τοῦ Καζὰν καὶ Ἀγαθάγγελο τοῦ Γιαροσλάβλ, καθὼς καὶ τὸν ἐν ἐνεργείᾳ Τοποτηρητὴ Μητροπολίτη Πέτρο τοῦ Κρουτίτσα, ποὺ τότε βρισκόταν στὴ φυλακή, καὶ τοὺς ἀναπληρωτὲς τοῦ Μητροπολίτη Ἰωσήφ τοῦ Πετρογκράδ καὶ Ἀρχιεπίσκοπο Σεραφείμ τοῦ Οὐγλίτς. Ἡ πλειοψηφία τῶν ἐπισκόπων τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας δὲν εἰσῆλθε σὲ κοινωνία μὲ τὴν προ-καινοτομικὴ ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση τοῦ Μητροπολίτη Σέργιου· παίρνοντας τὸ Διάταγμα ἀριθ. 362 τοῦ ἁγίου Πατριάρχη Τύχωνα ὡς τὴν κανονικὴ τους βάση, ἔθεσαν τὰ θεμέλια τῆς Κατακομβικῆς Ρωσικῆς Γνησίας Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας στὴν πατρίδα. Σὲ ἕνα γράμμα πρὸς τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Δημήτριο (Λυβίμοβ) τοῦ Γδῶβ, ὁ Μητροπολίτης Ἰωσήφ (Πετρόβυχ) τοῦ Πετρογκράδ ἔγραψε ὅτι μέχρι τὴν ἀρχὴ τοῦ 1928, 26 ἐπίσκοποι εἶχαν χωρίσει ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Σέργιο. Μέχρι τὴ μέση τῆς δεκαετίας τοῦ ’30, ὁ ἀριθμός τους ἔφτασε πάνω ἀπὸ 50.


Οἱ Ρώσοι Ὀρθόδοξοι ἱεράρχες στὴν διασπορὰ ἔδρασαν μὲ ἀναλογικὸ τρόπο. Στὴ βάση τοῦ Διατάγματος ἀριθ. 362, ὀργάνωσαν μία “Ἀνωτέρα Ἐκκλησιαστικὴ Διοίκηση τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας στὴν Διασπορά” (ποὺ ἀργότερα μετατράπηκε σὲ Σύνοδο) καὶ ἔτσι ἔθεσαν τὰ θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ἐξωτερικοῦ ὡς ἕνα αὐτοδιοικούμενο μέρος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας.


Ἐφ’ ὅσον δὲν ὑπάρχει Ἀνωτέρα Ἐκκλησιαστικὴ Διοίκηση γιὰ ὅλη τὴν πληρότητα τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στὴν πατρίδα μέχρι σήμερα, τὸ Διάταγμα ἀριθ. 362 ἀντίστοιχα συνεχίζει νὰ διατηρεῖ τὴν κανονικὴ του δύναμη. Καμία ἀπὸ τὶς τρέχουσες προσωρινὲς ἐκκλησιαστικὲς διοικήσεις, εἴτε στὴν Πατρίδα εἴτε στὸ ἐξωτερικό, δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ τὸ καταργήσει. Μέχρι σήμερα αὐτὸ τὸ προφητικὸ Διάταγμα τοῦ Ἁγίου Πατριάρχη Τύχωνα εἶναι ἡ ἀκλόνητη βάση καὶ θεμέλιο πάνω στὸ ὁποῖο ἐκτίθεται τὸ κανονικὸ μας δίκαιο τῆς Ρωσικῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὠς μέρος τῆς πάλαι ποτέ ἑνωμένης Ρωσικῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας.
Μετὰ τὴν δημοσίευση τῆς Διακήρυξης τοῦ Μητροπολίτη Σέργιου τὸ 1927 καὶ τὴ δημιουργία τοῦ σχίσματος, τὰ ὄργανα τῆς OGPU-NKVD ἄρχισαν μὲ ἀνανεωμένη δύναμη νὰ καταπιέζουν τὴν Γνησία Ὀρθόδοξη Ἱεραρχία καὶ κλήρο. Ἡ κύρια βάση γιὰ τὶς μαζικὲς συλλήψεις ἐπισκόπων καὶ ἱερέων ἦταν πλέον ἡ σχέση τους μὲ τὴ Διακήρυξη καὶ τὴ σύνοδο τοῦ Μητροπολίτη Σέργιου.


Ὅπως, κάποτε, ἡ μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἁγίου Πατριάρχη Τύχωνα κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία καὶ ἡ μὴ ἀναγνώριση τοῦ καινοτόμου σχίσματος ἦταν γιὰ τοὺς Μπολσεβίκους λόγος καὶ αἰτία καταδικῆς τῶν θυμάτων τους εἰς ἐκτέλεση ἢ ἐξορίαν, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ἡ μὴ μνημόνευση τοῦ Σοβιετικοῦ Μητροπολίτου Σεργίου καὶ ἡ μὴ ἀναγνώριση τῆς Δηλώσεώς του καὶ τοῦ νεο-ἐκκλησιαστικοῦ σχίσματος ποὺ αὐτὸς προξένησε, ὀδηγούντας ἑκατοντάδες χιλιάδες Γνησίων Ὀρθοδόξων ποιμένων καὶ ποιμνίου εἰς στεφάνια μαρτυρίου. Κατὰ τὴν περίοδο αὐτήν τῆς ἱστορίας τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, τὴν περίοδο τῆς μεγάλης προδοσίας ποὺ ἐξετέλεσθη στὰ βάθη Αὐτῆς, ἐμφανίσθη ὁλόκληρη ἀκολουθία νέων μαρτύρων ποὺ ὑπέφεραν διὰ τὴν Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Δήλωση τοῦ Μητροπολίτου Σεργίου οὐ μόνον δὲν ἔσωσε ἀπὸ βασανισμό, ἀλλὰ ἐχρησίμευσε ὡς αἰτία καὶ πρόξενος ἐντάσεως τῶν διώξεων καὶ καταπιέσεων. Το 1929 μόνον, πάνω ἀπὸ 20 ἐπίσκοποι ποὺ εἶχαν διαχωρισθεῖ ἀπὸ τὸν Μητροπολίτην Σεργίον, συνελήφθησαν, καὶ ὅμως οἱ διώξεις τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μόλις εἶχαν ἀρχίσει τὰ ἔτη ἐκεῖνα.


Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς δεκαετίας τοῦ 1930, οἱ Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι ἱεράρχες, βρισκόμενοι στὰ στρατόπεδα καὶ στὶς φυλακὲς, ἄρχισαν νὰ καλουν τοὺς Ὀρθοδόξους νὰ ἀναχωρήσουν στὶς κατακόμβες κατὰ τὸ παράδειγμα τῶν πρώτων Χριστιανῶν. Μέχρι τὸ τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ 1930, ποὺ συνέπιπτε μὲ τὴν κορύφωση τῶν διώξεων κατὰ τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅλοι οἱ Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι ἱερεῖς καὶ πιστοὶ ποὺ εἶχαν παραμεῖνει ζῶντες καὶ ἐλεύθεροι ἠναγκάσθησαν νὰ ἀποσυρθοῦν στὴν βαθιὰ κατακόμβη.


Ἐν τοῖς φρικτοῖς ἐκείνοις ἔτεσιν, σχεδὸν ὅλοι οἱ ἱεράρχες καὶ ἡ πλεῖον ἀριθμός τῶν ἱερέων ποὺ ἦσαν πιστοὶ στὴν ἀλήθεια συνελήφθησαν. Ὅλοι ἔλαβαν τὸ μαρτύριον διὰ τὸν Χριστὸν καὶ τὴν Γνησίαν Ὀρθοδοξίαν.


Ὡς ἀποτέλεσμα τῶν σκληροτάτων διωγμῶν καὶ καταπιέσεων στὴν Σοβιετικὴν Ἕνωση, ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀποσυρθέντες εἰς τὰς κατακόμβας καὶ ἐφαρμόζουσα τὸ Διάταγμα ἀριθμὸς 362 τοῦ Ἁγίου Πατριάρχου Τύχωνος, ἐκ τοῦ νόμου ἔπαυσε τὴν ἐξωτερικὴν αὐτῆς ὑπόστασην ὡς “διοικητικὸν θεσμόν”. Αὐτὸ ἔδωσε τοῖς θεομάχοις λόγον νὰ διακηρύξουν ἐπισήμως ὅτι ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐν τῇ Σοβιετικῇ Ἕνωση δὲν ὑπῆρχε πλέον. Ὡστόσο, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὅπου τελεῖται ἡ Θεία Εὐχαριστία, ὄχι ὅπου ὑπάρχουν ἐξωτερικαὶ μορφαὶ ὀργανώσεως. Καὶ ἡ Θεία Εὐχαριστία δὲν ἔπαυσε ποτὲ νὰ τελεῖται εἰς τὰς κοινότητας τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καθ’ ὅλα τὰ ἔτη τοῦ θεομάχου κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος, καὶ τελεῖται μέχρι σήμερον. Μὴ ἔχουσα καμμίαν ἐξωτερικὴν ἐκκλησιαστικὴν δομήν, ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ συνεχίζει νὰ ἐκτελεῖ τὸν ὁμολογητικὸ της λειτοῦργημα στὶς κατακόμβες, διὰ τοῦτο προκύπτει ἄλλο ὄνομα δι’ αὐτὴν – ἡ Κατακομβικὴ Ἐκκλησία. Ὑπὸ συνθήκας ἀποκρύψεως, ἦτο ἀδύνατον νὰ ὑπάρξει ἡ κεντρικὴ δομή ὠς καὶ στοὐς πρώτους αἰῶνας τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποτελεῖτο ἀπὸ κατακοβικὲς κοινότητες διασκορπισμένες κατ´ ὅλην τὴν Σοβιετικὴν Ἕνωση, ἑνωμένες ὄχι διοικητικῶς, ἀλλὰ διὰ τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως, πνευματικῶς, εἰς τὴν Θείαν Εὐχαριστίαν, διὰ τοῦτο ἔλαβε τὸ ὑπεύθυνον ὄνομα – ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία.
Αὕτη ἡ κατάσταση δὲν εἶναι φυσιολογική. Ἡ ἔλλειψις διοικητικοῦ θεσμοῦ ἦτο προσωρινή, καθορισθεῖσα ἀπὸ τὰς διώξεις καὶ τὴν κατακομβικὴ κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας στὴν Σοβιετικὴ Ἕνωση.
Μέχρι τὸ τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ 1950, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς συστηματικῆς πολιτικῆς τοῦ θεομάχου καθεστῶτος, ἡ κανονικὴ Ἰεραρχία τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας κατεστράφη ἐντελῶς ὑπὸ τῶν Μπολσεβίκων. Ὁ τελευταῖος κανονικὸς ἱεράρχης καὶ ἐκ τῶν πραγμάτων πρῶτος ἱεράρχης τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἦτο ὁ Ἐπίσκοπος Πέτρος (Λαδύγιν, +1957), μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ὁποίου ἡ ἱεραρχία στὴν ΚατακομβικὴἘκκλησία διεκόπη.
Μέχρι τότε ὑπῆρχον ἀκόμη πολλοὶ κανονικοὶ κατακομβίτες ἱερεῖς ποὺ εἶχαν παλαιὰν Τυχωνικὴν-Ἰωσηφίτικην χειροτονίαν στὴν Σοβιετικὴ Ἕνωση. Ὡς ἀποτέλεσμα τῶν διώξεων, ἔμειναν χωρὶς ἀρχιποιμαντικὴν φροντίδα. Αὐτοὶ οἱ κατακομβίτες ποιμένες-ὁμολογηταὶ διετηροῦν κρυφὴν κοινωνίαν μεταξὺ τους, ὡς ἔκαμναν καὶ οἱ πιστοὶ ποὺ ἔμεναν πιστοὶ εἰς αὐτούς. Εἰς τὰ πρόσωπά τους διετηρήθη ἡ κρυφὴ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας.
Ἐὰν πρὸ τοῦ Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου τὸ κέντρον τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἦτο ἡ Πετρούπολις, μετὰ τὸν πόλεμον ἔχασε τὴν σημασίαν του. Μετὰ πολλὲς σοβαρὲς διώξεις καὶ ἐκκαθαρίσεις στὴν Πετρούπολη, δὲν ἔμεινε οὔτε εἷς κατακομβίτης ἱερεύς. Τὸ κατακομβικὸ κέντρον τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετεκινήθη εἰς τὴν Βορονέζ, ὅπου τὶς δεκαετίας τοῦ 1930, ὁ κανονικὸς ἱεράρχης ἦτο ὁ Ἐπίσκοπος Ἀλέξιος (Μπούι), ὁ ὁποῖος διορίσθη κατὰ τὴν Ἱεραρχικὴν Σύνοδο τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὴν Πετρούπολη τὸ 1928 ὡς διαχειριστὴς ὅλων τῶν Ἰωσηφιτικῶν ἐνοριῶν εἰς τὸν νότον τῆς Ρωσίας καὶ ὡς ἐκτελῶν τὰ καθήκοντα τοῦ Ἐξάρχου τῆς Οὐκρανίας. Στὴν περιοχὴν αὐτὴν μετὰ τὸν πόλεμον, ἡ θέσις τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἦτο ἡ ἰσχυροτέρα, καὶ διὰ τοῦτο, μετὰ τὴν καταστροφὴν τῶν κέντρων τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὴν Πετρούπολη, Μόσχα καὶ ἄλλες πόλεις, ἡ εἰδικὴ προσοχὴ τῶν ὀργάνων τοῦ NKVD-MGB κατευθύνθη στὴν Κεντρικὴ Μαῦρη Γῆ (Chernozem) τῆς Ρωσίας. Ἀλλὰ παρ᾽ὄλες τὶς συλλήψεις καὶ ἀπελάσεις Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν κατὰ τὸ δεύτερον ἥμισυ τῆς δεκαετίας τοῦ 1940, δὲν κατέστη δυνατὸν νὰ ἐξοντώσουν τὴν Γνησία Ὀρθόδοξον Ἐκκλησία στὴν περιοχὴ αὐτή.
Μέχρι τὸ 1955, οἱ κατακομβίτες τῆς Βορονέζ ὡδηγοῦντο ὑπὸ τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Νικανόρος (Στούροβ), ὁ ὁποῖος εἶχε εὐλογίαν ἀπὸ τὸν Ἅγιον Πατριάρχην Τύχωνα νὰ δέχεται ἀνθρώπους εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν ἀπὸ ὅλα τὰ σχίσματα. Τὸ 1929 ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Δημήτριος (Λυουμπίμοβ) τὸν πρότεινε ὡς ὑποψήφιο γιὰ τὴν κρυφὴ ἐπισκοπὴ τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἡ χειροτονία δὲν ἔλαβε χώρα. Μετὰ τὸν θάνατό του στὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1950, οἱ κοινότητες στὴν ἐπαρχία τοῦ Βορόνεζ ἡγούνταν ἀπὸ τὸν Ἱερομόναχο Ἱλαρίωνα (κατὰ κόσμον Πρωθιερεὺς Ἰωάννης Ἀνδρεγιέβσκυ), ποὺ εἶχε διοριστεῖ τὸ 1925 ὡς πνευματικὸς πατέρας τῶν μετανοημένων κληρικῶν τῶν καινοτόμων μὲ τὸ δικαίωμα νὰ τοὺς ἐνῶνει μὲ τὴν Ἐκκλησία. Τὸ 1928 ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πρωτεργάτες τῆς ἐνώσεως τοῦ κλήρου τῆς ἐπαρχίας Βορονέζ μὲ τὸν Μητροπολίτη Ἰωσήφ τῆς Πετρούπολης.
Ἐνδυναμωμένος μὲ τὴν Ἐπισκοπικὴ εὐλογία τῶν Νέων Μαρτύρων καὶ Ὁμολογητῶν τῆς Ρωσίας, ὁ Πατήρ Ἱλαρίων στὰ μεταπολεμικὰ χρόνια ἐπανίδρυσε τὸ Κέντρο Διοικήσεως τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸ Βορόνεζ. Σὲ κοινωνία μὲ αὐτὸν ἦταν οἱ ὁμολογητὲς τῶν κατακομβῶν Πρωτοπρεσβύτερος Μιχαὴλ Ροζντεστβένσκυ ἀπὸ τὴν Πετρούπολη, Ἀρχιμανδρίτης Ἀλέξανδρος ἀπὸ τὸ Μιτσουρίνσκ, Ἱερομόναχος Τιμόθεος (Νεσγκόβορωβ), Ἱερομόναχος Βησσαρίων (Μάρκωβ, στὸ ἄγιο σχῆμα Σεραφείμ) ἀπὸ τὸ Ταμπώβ, Ἱερομόναχος Φιλάρετος (Μετάν) ἀπὸ τὴν ἐπαρχία Σούμσκ, Ἱερομόναχος Θεόδωρος (Ραφανόβιτς) ἀπὸ τὴν ἐπαρχία Γκομέλ, Πατὴρ Βλαδίμηρος Βεσελόφσκυ ἀπὸ τὸ Κίεβο, Πατὴρ Νικήτας Λεχάν ἀπὸ τὸ Χάρκοβο καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Ὁ Πατὴρ Ἱλαρίων εἶχε τὴν εὐλογία τῶν Τυχωνιτῶν ἐπισκόπων νὰ δέχεται ἀνθρώπους ἀπὸ ὅλα τὰ σχίσματα καὶ νὰ ἐνῶνει τοὺς ἱερεῖς μὲ τὴν Γνησία ὈρθόδόξονἘκκλησία διὰ τῆς μετανοίας. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο, οἱ ἱερεῖς τῶν κατακομβῶν ἀπευθύνονταν σ’ αὐτὸν γιὰ εὐλογία ἀπὸ ὅλη τὴ Ρωσία, καὶ ἕνωσε πολλοὺς μὲ τὴν Γνησία ὈρθόδόξονἘκκλησία ἀπὸ τὰ σχίσματα, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ πεσόντος Πατριαρχείου τῆς Μόσχας. Ἄλλοι ἀπευθύνονταν σ’ αὐτὸν γιὰ μοναχικὴ κουρά: ὁ Πατὴρ Ἱλαρίων ἔκειρε τὸν Πατέρα Ὀνούβιο (Καπίνος) ὡς σχημα-μοναχὸ μὲ τὸ ὄνομα Ἀμβρόσιος, τὸν Πατὴρ Ἰωάννη ἀπὸ τὴν Τούλα μὲ τὸ ὄνομα Ἱλαρίων, τὸν Πατὴρ Ἰωάννη Σκλιάρωβ μὲ τὸ ὄνομα Ἰγνάτιος καὶ πολλοὺς ἄλλους.


Μία ἐβδομάδα πρὶν ἀπὸ τὴν ἁγία κοίμησή του, ὁ Γέροντας Ἱλαρίων κάλεσε κοντά του τὸν Σχημα-Ἱερομόναχο Ἀμβρόσιο (Καπίνος). Εἶχε ὑπηρετήσει ὡς συνταγματάρχης στὸν Λευκὸ Στρατὸ καὶ εἶχε χειροτονηθεῖ κρυφὰ τὸ 1929 στὴν Πετρούπολη ἀπὸ ἕνα ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Δημήτριο (Λυουμπίμοβ). Τοῦ προσφώνησε μὲ τὰ λόγια: «Ἀπὸ τὴν ἡμέρα τοῦ σχίσματος στὴν Ἐκκλησία, ἡ κανονικὴ Ὀρθοδοξία δὲν ἔχει διακοπεῖ, αὐτὸ τὸ χρυσὸ νῆμα εἶναι ζωντανό. Μεταφέρω ὅλες τὶς ἐκκλησιαστικὲς ὑποθέσεις σὲ σένα μέχρι νὰ ἐμφανιστεῖ ἕνας Ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος. Ἀλλὰ πρέπει νὰ τὸν ψάξεις!» Καὶ ἔπειτα ἔθεσε τὸν σταυρό του στὸν Πατέρα Ἀμβρόσιο. Ὑπὸ τὴν ἡγεσία του, ὑπήρξαν διάφορες κρυφὲς συνάξεις τῶν κληρικῶν τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸ Βορονέζ. Συζητήθηκαν ζωτικὰ ζητήματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, εἰδικότερα ἡ ἐγκατάσταση κοινωνίας μὲ τὴν ἐκτὸς Ρωσίας Ρωσική Ὀρθόδοξον Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς (ΡΟΕΔ).


Αὐτοὶ οἱ ποιμένες τῆς γνησίας Τυχωνικῆς Κατακόμβου Ἐκκλησίας, ποὺ ἔμειναν μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Σχημα-ἐπισκόπου Πέτρου (Λαντίγκιν, +1957) χωρίς καμία κανονική ἐπισκοπικὴ φροντίδα, συνεχῶς ἀναζητοῦσαν ἕναν ἀληθινὰ ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο. Ὡστόσο, ἀντὶ γι’ αὐτό, συχνὰ ἔπεφταν μόνο σὲ περιπετειώδεις, ἀυτοανακηρυγμένους ἢ προβοκάτορες. Μέχρι τότε δὲν ὑπῆρχαν πλέον ἐν ζωή κανονικοὶ ἐπίσκοποι τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.


Οἱ κληρικοὶ τῶν κατακομβῶν ἐπεχείρησαν νὰ πείσουν ἐπισκόπους ἀπὸ τὴν «ἐπίσημη» ἐκκλησία νὰ ἐνταχθοῦν στὴν Γνησία Ὀρθόδοξον Ἐκκλησία. Ὡστόσο, αὐτὲς οἱ προσπάθειες δὲν στέφθηκαν μὲ ἐπιτυχία. Για παράδειγμα, στὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1960, ὁ μοναχὸς Λάζαρος (Ζουρμπένκο), μὲ τὴ σύσταση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Λεοντίου (Φιλιππόβιτς) τῆς Χιλής, ἐστάλη ἀπὸ τοὺς κληρικοὺς τῶν κατακομβῶν γιὰ νὰ διαπραγματευθεῖ μὲ τὸν ἐκθρονισμένο ἱεράρχη τῆς Μόσχας Ἑρμογένη (Γκολούμπεβ), ποὺ εἶχε ἐξοριστεῖ κατὰ διαταγὴ τοῦ Πατριαρχεῖου τῆς Μόσχας στὴ Μονὴ Ζηροβίτσκυ στὴ Λευκορωσία. Ὡστόσο, ἂν καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἑρμογένης σεβόταν τὴν Ἐκκλησία τῶν Κατακομβῶν, ἀρνήθηκε νὰ ἐνταχθεῖ σ’ αὐτήν φοβούμενος ὅτι λόγω τῆς παρουσίας του, θὰ ἦταν πιὸ εὔκολο γιὰ τὴν KGB νὰ καθαρίσει καὶ τελικὰ νὰ ἐξαλείψει τὴν Γνησία Ὀρθόδοξον Ἐκκλησία.


Δεδομένου ὅτι δὲν ἐπιτεύχθηκε ἡ εὕρεση κανονικῶν ἐπισκόπων μὲ Τυχωνική-Ἰωσηφική διαδοχή, μέχρι τὴν ἀρχή τῆς δεκαετίας τοῦ 1960, ὁ ἀριθμὸς τῶν παλαιῶν κληρικῶν στὴν Κατακομβικὴ Ἐκκλησία ἄρχισε νὰ μειώνεται ἕντονα (οἱ παλιοὶ ἱερεῖς πέθαιναν, ἐνώ δὲν ὑπῆρχε κανένας νὰ χειροτονήσει νέους), καὶ κρυφὲς κοινότητες τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σὲ πολλὲς περιοχὲς τῆς χώρας ἔμειναν ἐντελῶς χωρὶς ποιμαντικὴ φροντίδα, σὲ κατάσταση τῆς λεγόμενης «ἀκεφαλίας». Οἱ Ἀληθινοὶ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ σὲ πολλὰ μέρη πέθαιναν χωρίς ἐξομολόγηση καὶ κοινωνία, οἱ ταφὲς γίνονταν χωρίς ἱερατικὲς τελετές, τὰ μωρά ἔμεναν χωρίς Ἅγιο Μῦρον. Αὐτὴ ἡ κατάσταση ἀπειλοῦσε νὰ καταδικάσει τὴν Γνησία Ὀρθόδοξον Ἐκκλησία σὲ ἐξαφάνιση, ἀλλὰ καὶ σεκταρισμό καὶ ἔλλειψη ἱεροσύνης.


Προσπαθώντας νὰ βρεῖ μία διέξοδο ἀπὸ τὴν κρίση, οἱ ἐναπομείναντες κληρικοὶ τῆς Κατακομβικῆς Ἐκκλησίας ἄρχισαν νὰ διαμορφώνουν συνδέσεις μὲ τὴν ἐκτὸς Ρωσίας Ρωσικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (ΡΟΕΔ ἥ ROCOR). Στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1960, ὁ ὁμολογητὴς τῶν κατακομβῶν καὶ μοναχὸς Θεοδόσιος Ζουρμπένκο (μελλοντικὸς Ἀρχιεπίσκοπος Λάζαρος, Πρόεδρος τῆς Συνόδου τῆς ΡΓΟΕ), ποὺ πέρασε πέντε χρόνια στὰ στρατόπεδα τοῦ Στάλιν «για τὴ συμμετοχὴ του στὴν Γνησία Ὀρθόδοξον Ἐκκλησία», τὴν ἔθεσε σὲ σύνδεσμο μὲ τὴν ΡΟΕΔ καὶ διατήρησε τὸν σύνδεσμο αὐτὸ γιὰ πολύ καιρό. Τώρα, μὲ τὴν εὐλογία τῶν πρεσβυτέρων τῶν κατακομβῶν, καὶ ρισκάροντας τὴ ζωή του, ἐκπλήρωνε τὸ ὑπὸ ἐκεῖνες τὶς συνθήκες ἐξαιρετικά ἐπικίνδυνο ἔργο τοῦ ἀπεσταλμένου. Ὁ σύνδεσμος ἐγκαταστάθηκε διὰ μέσου τοῦ Ἁγιορείτου Ἀρχιμανδρίτου Εὐγενίου (Ζούκωβ). Μέσω κωδικοποιημένης ἀλληλογραφίας, πολλοὶ χηρεύοντες Ὀρθόδοξοι ποιμένες καὶ πιστοὶ ἦταν σὲ κοινωνία διὰ τοῦ μοναχοῦ Θεοδοσίου μὲ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Λεόντιο (Φιλιππόβιτς) τῆς Χιλής, μέσω τοῦ ὁποίου ἡ πνευματικὴ κατεύθυνση καὶ κοινωνία τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πραγματοποιήθηκε μὲ τὴν Ρωσική Ἐκκλησία τοῦ ἐξωτερικοῦ.


Μετά την καθιέρωση της αλληλογραφίας, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λεόντιος ἔλαβε ἐνεργό μέρος στὴν ζωή τοῦ κλήρου καὶ τοῦ ποιμνίου τῆς Κατακομβικῆς Ἐκκλησίας. Ἐλάμβανε κρυφά ὑπὸ τὸ ὡμοφόριόν του πολλοὺς κατακομβικοὺς ἱερεῖς. Στὴ χηρεύουσα Κατακομβικὴ Ἐκκλησία στὴν πατρίδα, ὁ Γνήσιος Όρθόδοξος κλῆρος καὶ οἱ πιστοὶ ἄρχισαν νὰ θεωροῦν τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Λεόντιο ὡς τὸν κύριό τους ἱεράρχη. Ἔτσι, τὴ δεκαετία τοῦ 1960, χάρις στὶς προσπάθειες τοῦ μελλοντικοῦ κατακομβικοῦ Ἀρχιεπισκόπου Λαζάρου, ἑδραιώθηκε κρυφὴ πνευματικὴ κοινωνία μεταξὺ τῆς χηρευούσης Κατακομβικῆς Ἐκκλησίας τῆς πατρίδος καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς, καὶ στὴν Κατακομβικὴ Ἐκκλησία ἄρχισε νὰ γίνεται ἡ μνημόνευση τῶν πρωθιεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς.  Στη δεκαετία τοῦ 1960, χάρη στις προσπάθειες τοῦ μελλοντικοῦ Ἀρχιεπισκόπου Λαζάρου τῶν Κατακομβιτῶν, ἐγκαθιδρύθηκε κρυφὴ πνευματικὴ κοινωνία μεταξὺ τῆς χηρευούσης Γνησίας ὈρθόδοξουἘκκλησίας στὴν πατρίδα καὶ τῆς ΡΟΕΔ (ROCOR).


Ἐίναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ἦταν ἀκριβῶς μὲ τὴ μεσολάβηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Λεοντίου ποὺ ἐγκαθιδρύθηκε ἀόρατη πνευματικὴ ἐνότητα μεταξὺ τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Ἑλλάδας. Τὸν Μάιο τοῦ 1962 πραγματοποίησε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λεόντιος μυστικὲς χειροτονίες ἐπισκόπων στὴν Ἑλλάδα μετὰ ἀπὸ αἴτημα τοῦ Συμβουλίου κληρικῶν, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν. Ὁπως καὶ στὴν Γνησία Ὀρθόδοξον Ἐκκλησία στὴ Ρωσία, ποὺ ἐξαιτίας τῶν διώξεων δὲν ὑπέμεινε ἕνας κανονικός ἐπίσκοπος, ἔτσι καὶ στὴν Ἐκκλησία τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Ἑλλάδoς πού χάθηκε ἡ ἐπισκοπική διαδοχὴ, ἡ ὁποία ἀποκαταστάθηκε μέσω τῶν ὑπηρεσιῶν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Λεοντίου.


Ὁ Βλαντίκα Λεόντιος εἶχε τὴν πρόθεση νὰ ἐπισκεφθεῖ μυστικά τὴν ΕΣΣΔ γιὰ νὰ πραγματοποιήσει χειροτονίες καὶ στὴν Ἐκκλησία τῶν Κατακομβῶν. Ὠστόσο, αὐτὰ τὰ σχέδια δὲν προορίστηκαν νὰ ὑλοποιηθοῦν. Μὴν ἔχοντας τὴ δυνατότητα νὰ μεταβεί στὴν ΕΣΣΔ, ἔδωσε τὴ γραπτὴ εὐλογία του νὰ καταφύγουν σε τέτοιες ἐξαναγκαστικὲς πρακτικὲς ὅπως ἡ λήψη τῆς ἱεροσύνης ἀπὸ ἱεράρχες τῆς Μόσχας ποὺ δὲν εἶχαν μολυνθεῖ ἀπὸ τὴ συνεργασία μετὰ τῶν κομμουνιστικῶν ἀρχῶν καὶ τοῦ οἰκουμενισμοῦ. Ἔτσι, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λεόντιος ἔστειλε τὸν Μοναχὸ Θεοδόσιο (Ζουρμπένκο) μὲ ὑπακοὴ νὰ χειροτονηθεῖ ἀπὸ τὸν πρώην διακονητῆ  τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Λεοντίου, ποὺ εἶχε φυλακιστεῖ γιὰ δώδεκα χρόνια στὰ στρατόπεδα τοῦ Στάλιν στὴν Κολύμα, τὸν καθαιρεθέντα Ἐπίσκοπο Βενιαμίν (Νοβίτσκι) τοῦ Ἰρκούτσκ. Κατὰ τὰ χρόνια τῆς Γερμανικῆς κατοχῆς, ὁ Βλαντίκα Λεόντιος ἦταν σὲ ὑπακοὴ στὸν Ἐπίσκοπο Βενιαμίν, ποὺ ἦταν τοποτηρητὴς της  Ποτσαεβσκὴ Λαύρας, καὶ τὸ 1941 ἔλαβε χειροτονία στὸ ἐπισκοπικό ἀξίωμα ἀπὸ τὰ χέρια του Ἐπισκόπου Βενιαμίν. Ὁ Βλαντίκα Βενιαμὶν ἦταν ἀπολύτως ἐνάντια στὴν ἀποστασία τῆς Μόσχας ἀπὸ τὴν πίστη καὶ ἔτσι παρέμεινε καθαιρεθείς.
Τὸ 1971 ὁ πρώην Μοναχὸς Θεοδόσιος χειροτονήθηκε κρυφὰ ὡς Ἱερομόναχος Λάζαρος (Ζουρμπένκο) γιὰ τὴν Κατακομβικὴ Ἐκκλησία.
Ὁ Ἱερομόναχος Λάζαρος ἐργάστηκε ἄοκνα στὴ συγκέντρωση τῶν κατακομβικῶν κοινοτήτων ποὺ ἦταν διασκορπισμένες καὶ διεσπαρμένες σὲ ὅλη τὴν ΕΣΣΔ. Μέχρι τὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1970 εἶχε ἱδρύσει μία σειρὰ ἀπὸ μυστικὰ κατακομβικὰ μοναστήρια στὴν Κουμπάν.Ἕκειρε ὁ τότε Ἱερομόναχος Λάζαρος στὸ σχῆμα μὲ τὸ ὄνομα Σεραφείμ τὸν γνωστὸ  ὁμολογητὴ Γέροντα Βησσαρίωνα (Μάρκοβ) καὶ ο Γέροντας ἐμπιστεύθηκε τὴν φροντίδα τοῦ ποιμνίου του τῶν Κατακομβιτῶν στὸν π. Λάζαρο. Πριν τὸν θάνατο του, ὁ π. Τιμόθεος (Νεσγκοβόρωβ), ποὺ εἶχε χειροτονηθεῖ ἀπὸ τὸν Σχημα-Ἐπίσκοπο Πέτρο (Λαντίγκιν), καὶ ἄλλοι ἐμπιστεύθηκαν τὰ ποίμνιά τους στὴ φροντίδα τοῦ π. Λάζαρου. Μέχρι τὸ τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ 1970, πολλὲς χήρες κοινότητες τῶν Κατακομβιτῶν  ἀπὸ τὸ Καζακστάν καὶ τὴ Σιβηρία μέχρι τὴν Οὐκρανία καὶ τὴ Λευκορωσία εἶχαν ἔλθει ὑπὸ τὴ φροντίδα τοῦ π. Λάζαρου. Ἀποποιήθηκαν τὴν αναγνώριση τῶν νέων ψευτοκατακομβικῶν αὐτοανακηρυγμένων ομάδων τῶν «Ποζντέγιεβιτων», τῶν «Σεκαχιτών» καὶ ἄλλων, καὶ προσανατολίστηκαν στὴν πνευματικὴ ἕνωση μὲ τὴ ΡΟΕΔ (ROCOR), τῆς ὁποἰας ἡ κανονικότητα τῆς ἱεραρχίας της ἦταν ἀνεπίληπτη.


Στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1980, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Λεοντίου, μία ὁμάδα κατακομβιτῶν ἱερέων ἀπευθύνθηκε στὸν Μητροπολίτη Φιλάρετο (Βοζνεσένσκι) τῆς ROCOR μὲ αἴτημα νὰ τοὺς δεχθεῖ στὴ δικαιοδοσία του. Ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος πάντοτε ἀντιμετώπιζε τὴν Κατακομβικὴ Ἐκκλησία ὡς ἀνεξάρτητο μέρος τῆς Ρωσικῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας. Στὴν Ἐπιστολή του τῆς 1/14 Νοεμβρίου 1965, ὁ Ἅγιος Ἱεράρχης Φιλάρετος ἀπευθείας ἀποκαλεῖ τὴν Κατακομβικὴ Γνησία Ὀρθόδοξον Ἐκκλησία στὴν πατρίδα ὡς «Ἀδελφὴ Ἐκκλησία». Μετὰ τὴν ἔκκληση τῶν κατακομβιτῶν ἱερέων, τὸ ζήτημα τῆς ἐπανιδρύσεως τῆς ἐπισκοπῆς τῆς Κατακομβικῆς Ἐκκλησίας τέθηκε στὴ Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων τῆς ΡΟΕΔ. Ἀποφασίστηκε μυστικῶς νὰ καρεῖ καὶ νὰ χειροτονηθεῖ στὴν ἐπισκοπὴ ἕνας κληρικός τῆς δυτικοευρωπαϊκῆς μητροπόλεως, τοῦ ὁποίου ἡ ἀδελφὴ ζοῦσε στὴν ΕΣΣΔ [ὁ Βαρνάβας], χάρις στὴν ὁποία μποροῦσε πιὸ εὔκολα νὰ ἀποκτήσει βίζα. Τὸ Συμβούλιο ἀνέθεσε στὸν μυστικῶς χειροτονημένο ἐπίσκοπο Βαρνάβα νὰ χειροτονήσει μυστικῶς τὸν π. Λάζαρο εἰς ἐπίσκοπον ὥστε νὰ ἡγηθεῖ τῶν κατακομβιτῶν κληρικῶν καὶ τῶν κοινοτήτων τους (Ἐπίσκοπος Γρηγόριος (Γκράμπε), Ἡ Διαθήκη τοῦ Ἁγίου Πατριάρχου, Σεπτέμβριος, 1994).
Εἰς ἕνα ἄλλο Συνοδικὸ ἔγγραφο, τῆς Συνόδου τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς, ἡμερομηνίας 3/16 Μαΐου 1990, ἀνεφέρετο τὸ ἑξῆς: «Ὁ Ἀρχιμανδρίτης Λάζαρος (Ζουρμπένκο) ἐξελέγη ἀπὸ τὴν Ρωσικὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν Κατακομβῶν καὶ ἐπιβεβαιώθη καὶ ἐγκατεστάθη ὡς ἐπίσκοπος τῆς θεοσώστου πόλεως τοῦ Ταμπώβ, ὑπὸ τῆς Ἁγίας Ἐπισκοπικῆς Συνόδου τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς, συμφώνως πρὸς τὸν τύπον τῆς Ἁγίας Ἀποστολικῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, μετὰ τῆς συνεργίας τοῦ παντελοῦς καὶ πανάγιου Πνεύματος, ἐν ἔτει τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου 1982, τὴν 27ην ἡμέραν τοῦ μηνὸς Ἀπριλίου, ἐν πόλει Μόσχᾳ, χειροτονηθεὶς ὑπὸ ἱεραρχῶν τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς, κατὰ διαταγὴν τοῦ Ἐπισκοπικοῦ Συμβουλίου τοῦ 1981. Ἡ χειροτονία τοῦ Θεοφιλεστάτου Λαζάρου ἔλαβε χώραν ὑπὸ εἰδικὰς συνθήκας, ὑπαγορευθείσας ὑπὸ τῶν δυσχερειῶν τοῦ παρόντος καιροῦ, διὰ τοῦτο ἡ χειροτονία ἐξετελέσθη ἐν κρυπτῷ.»
Σἑ ἄλλο συνοδικὸ ἔγγραφο, ἀριθ. II/35/R, ἐπιβεβαιώθη: «Ὁ Ἐπίσκοπος Λάζαρος (Ζουρμπένκο) ἔχει χειροτονηθεῖ κατὰ διαταγὴν τῆς Συνόδου τῶν ἐπισκόπων τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς ὡς ἘΠΙΣΚΟΠΟΣ διὰ τὴν ἀναγέννησιν καὶ ἡγεσίαν τῆς Ἐκκλησίας ἐν Ρωσίᾳ.»


Ἐπίσης, εἰς μαρτυρίαν με ἡμερομηνίαν 22 Σεπτεμβρίου / 5 Ὀκτωβρίου 1989, ποὺ ὑπεγράφη ὑπὸ τοῦ Πρώτου Ἀναπληρωτοῦ τοῦ Πρώτου Ἱεράρχου τῆς ΡΟΕΔ, ἀναφέρεται: «Ὁ Σεβασμιώτατος Ἐπίσκοπος Λάζαρος ἔχει κανονικὰ χειροτονηθεῖ ὑπὸ τῶν ἐπισκόπων τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς καὶ διορίζεται νὰ ὑπηρετῇ τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν.»
Μετὰ τὴν μυστικὴν χειροτονίαν τοῦ Βλαδίκα Λαζάρου, πολλαὶ κατακομβικὲς κοινότητες τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὴν Κουμπάν, τὴν Οὐκρανίαν, τὴν Κεντρικὴν Μαύρην Γῆν τῆς Ρωσίας, τὸν Βόρειον Καύκασον, τὴν Λευκορωσίαν, τὴν Σιβηρίαν, τὸ Καζακστάν, τὴν Μπασκίριαν καὶ ἄλλας περιοχάς, ἠνώθησαν γύρω του.
Ἀπὸ τὴν στιγμήν τῆς ἐπανιδρύσεως μιᾶς κανονικῆς ἱεραρχίας εἰς τὴν Κατακομβικὴν Ἐκκλησίαν εἰς τὴν Πατρίδα, ἤρχισε ἡ σταδιακὴ ἀναγέννησις καὶ ἀνοικοδόμησής της. Ὁ μυστικὸς Ἐπίσκοπος Λάζαρος μὲ αὐτοθυσίαν, παρὰ τὸν μεγάλο κίνδυνον διὰ τὴν ζωήν του, ἀκούραστα περιήρχετο τὶς κατακομβικὲς κοινότητας τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διεσπαρμένες εἰς ὅλην τὴν ἀχανῆ ἔκταση τῆς Ἁγίας Ρωσίας, ἡ ὁποία εἶχε μετατραπῇ ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν τοῦ Θεοῦ εἰς ἄθεον ἘΣΣΔ, λειτουργῶν μυστικὰ τὴν νύκτα, κηρύσσων, ἐξομολογῶν, κοινωνῶν καὶ χειροτονῶν νέους κατακομβικοὺς ἱερεῖς. Κατὰ τὴν περίοδον ἀπὸ τὸ 1982 ἕως τὸ 1990 μόνον, ὁ Ἐπίσκοπος Λάζαρος χειροτόνησεν περὶ τοὺς 20 νέους κατακομβίτες κληρικοὺς διὰ τὴν Γνησία Ὀρθόδοξον Ἐκκλησία. Πολλοὶ κατακομβίτες ἱερεῖς ποὺ ἐδέχθησαν χειροτονίαν ἀπὸ τὰς ἀντικανονικὲς κατακομβικὲς ἱεραρχίες τῶν «Σεκαχιτῶν» καὶ τῶν «Ἀλφεγιτῶν» ἠνώθησαν μὲ αὐτὸν διὰ τῆς διορθώσεως τῶν χειροτονιῶν τους.
Μὲ τὴν πτῶσιν τοῦ ἄθεου ἘΣΣΔ, μία νέα ἀποστολὴ ἔπεσε στὴ μοίραν τοῦ Βλαδίκα Λαζάρου μὲ τὴν Πρόνοιαν τοῦ Θεοῦ – νὰ εἶναι ὁ πνευματικὸς ἡγέτης ὄχι μόνο τῆς Κατακομβικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ τῶν νομίμων κοινοτήτων τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν ποὺ εἶχαν κατανοήσει τὴν παγίδα τοῦ σεργιανισμοῦ καὶ εἶχαν ἀποχωρήσει ἀπὸ τὴν «σοβιετικὴν ἐκκλησίαν» (τὸ Πατριαρχεῖον τῆς Μόσχας), καὶ ἐπίσης τῶν νεοσύστατων κοινοτήτων ποὺ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ μόλις εἶχαν στραφῆ εἰς τὴν πίστιν.
Μέχρι τὸ τέλος τοῦ 1990, ὁ ἀριθμὸς τῶν αἰτήσεων ἀπὸ κληρικοὺς καὶ ἐνορίες τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας νὰ γίνουν δεκτοὶ εἶχε αὐξηθεῖ τόσο πολὺ ποὺ ἡ Ἱεραρχικὴ Σύνοδος τῆς ΡΟΕΔ εὐλόγησε τὸν Ἐπίσκοπον Λάζαρον νὰ ἀφήσει τὴν κατακόμβη καὶ νὰ ἀρχίσει τὴ δημιουργία νομίμων δομῶν τῆς ἐπισκοπῆς.
Ἕνα ἄλλο σημαντικὸν ἱστορικὸν γεγονός ἦταν ὅταν τὸ 1990, διὰ πρώτη φορὰ εἰς ὅλα τὰ χρόνια τῆς ὑπάρξεως τῆς Κατακομβικῆς Ἐκκλησίας, ὁ μυστικὸς ἱεράρχης αὐτῆς, Βλαδίκα Λάζαρος τῆς Τάμβοβ καὶ Μορσάνσκ, ἠδυνήθη νὰ ἔλθει νομίμως εἰς τὴν Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων τῆς ΡΟΕΔ στὴν Νέα Ὑόρκη, ὅπου ἔμπροσθεν τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας στὸ Ἐξωτερικὸν ἔδωσε ἀναφορὰ διὰ τὴν Γνησία Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν εἰς τὴν Πατρίδα καὶ συλλειτούργησε μὲ αὐτούς. Ἐφ’ ὅσον ἡ μυστικὴ χειροτονία τοῦ Ἐπισκόπου Λαζάρου τὸ 1982 εἶχε πραγματοποιηθῇ ἀναγκαστικὰ ὑπὸ ἑνὸς ἱεράρχου, ἡ Σύνοδος τῆς ΡΟΕΔ πραγματοποίησε πρόσθετον χειροθεσίαν εἰς αὐτὸν διὰ νὰ ὁλοκληρώσει διὰ τὸ ἀσκαδάλιστον (ἄν καὶ εἲχε γίνει μὲ τὴν σύμψηφον τῆς Συνόδου τὢν Ρώσων τἦς Διασπορἂς) τὴν χειροτονίαν ποὺ εἶχε πραγματοποιηθῇ ὑπὸ ἑνὸς ἐπισκόπου.


Εὐρισκόμενος ἔμπροσθεν τῆς ἐναλλακτικῆς: νὰ παραμεῖνῃ μυστικὸς κατακομβικὸς ἱεράρχης ἢ νὰ ἐμφανισθεῖ καὶ νὰ ἡγηθῇ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἀνοικοδομήσεως εἰς τὴν Ρωσίαν, ἐπέλεξε τὸ τελευταῖον, ἀν καὶ δὲν συμφώνησε μὲ αὐτὸ ἀμέσως. Πρὶν λάβῃ τὴν ἀπόφασην αὐτήν, ὁ Βλαδίκα Λάζαρος τὸ ἴδιον ἔτος, 1990, πραγματοποίησε Συνέδριον τῶν κατακομβικῶν κληρικῶν, ὅπου συμβουλεύτηκε αὐτοὺς ἐπὶ τοῦ ζητήματος τούτου. Καὶ ἐπειδὴ σχεδὸν ὅλοι εξέφρασαν τὴν ἐπιθυμίαν νὰ παραμεῖνῃ στὶς κατακόμβες, συμφώνησε μὲ τὴν ἀπαίτησίν τους νὰ χειροτονήσῃ ἕνα κατακομβίτη ἐπίσκοπον δι’ αὐτούς. Ὁ ὑποψήφιος, ποὺ ἐτέθη μὲ τρόπο τινὰ συνοδικῶς, ἦτο ὁ Ἱερομόναχος Βενιαμῖν (Ρουσαλένκο), ὁ ὁποῖος προῆλθε ἐκ γενεᾶς κατακομβιτῶν καὶ ὑπῆρξε πνευματικὸν τέκνον τοῦ κατακομβίτη γέροντος γνωστοῦ εἰς τὴν Λευκορωσίαν, Ἱερομόναχος Θεοδώρου (Ραφανόβιτς, +1975). Οἱ κατακομβῖται προσεκάλεσαν ἐπίσημον ἀντιπρόσωπον τῆς ΡΟΕΔ εἰς τὴν συνάντησιν καὶ δι’ αὐτοῦ ἐζήτησαν ἀπὸ τὴν Σύνοδον νὰ χειροτονήσῃ ἕνα ἀκόμη κατακομβίτη ἐπίσκοπον γιὰ τὴν Ἀληθινὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Ἡ ἀίτησις ἐδόθη, καὶ τὴν 28ην Νοεμβρίου 1990 ὁ Ἐπίσκοπος Βενιαμῖν (Ρουσαλένκο) χειροτονήθηκε ὑπὸ τῆς Συνόδου τῆς ΡΟΕΔ διὰ τὴν φροντίδα τῶν κατακομβιτῶν. Διορίσθηκε Ἐπίσκοπος τοῦ Γκόμελ, βοηθὸς τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Λαζάρου.
Καὶ ἔτσι, μέχρι τὸ τέλος τοῦ 1990, δύο κανονικοὶ ἱεράρχες τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (TOC) ἤδη ἐλειτούργουν στὴν Ρωσίαν.


Ἔμοιαζε ὅτι ὅλες αἱ προϋποθέσεις διὰ τὴν ἀποκατάστασιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως τῆς TOC εἰς τὴν Πατρίδα μὲ τὴν βοήθειαν τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς (ROCOR) εἶχαν ἐκπληρωθεῖ. Ὅμως, εἰς αὐτὸ τὸ σημεῖον, ὀρισμένα μέλη τῆς Συνόδου τῆς ROCOR ἄρχισαν νὰ δρῶν μὲ ἕνα τελείως ἀντίθετο τρόπο, ποὺ τελικῶς ὁδήγησε εἰς ἀντιφάσεις ἐντὸς τῶν ρωσικῶν ἐπισκοπῶν καὶ τὴν ἀποδιοργάνωσιν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Μία ἀπὸ τὰ σοβαρὰ λάθη τῆς Συνόδου τῆς ROCOR ἦτο ἡ ἀπόφασις νὰ ἀνοίξῃ στὸ ἔδαφος τῆς Ρωσίας, παράλληλα μὲ τὴν TOC, ἐνορίες τῆς ROCOR ἀποτελούμενες ἀπὸ κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς ποὺ εἶχαν προσχωρήσει ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας.


Ἀπὸ τὴν πρώτην ἡμέραν, ὁ Βλαδίκα Λάζαρος ἀντέταξε τὴν δημιουργία παράλληλων ἐνοριῶν καὶ ἐπισκοπῶν τῆς ROCOR εἰς τὴν Ρωσίαν, θεωρῶντας ὅτι στὴν Ρωσία θὰ πρέπει νὰ ὑπάρχῃ ἡ TOC, καὶ στὸ ἐξωτερικὸ ἡ ROCOR. Αὐτοὶ οἱ δύο κλάδοι ἦσαν ἐνωμένοι μεταξὺ τους, ἀλλὰ ὑπὸ διαφορετικὰ διοικητικὰ κέντρα. Ἦτο βαθύτατα πεπεισμένος ὅτι «ἡ Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς» ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς Πατρίδος ἦτο κανονικὸ παράδοξο τὸ λιγότερο. Ἡ ἔκθεσις τοῦ Βλαδίκα Λαζάρου πρὸς τὴν Σύνοδον τῆς ROCOR τὸ 1993 ἀνεφέρετο εἰς αὐτὸ τὸ θέμα. Τὸν Ἰούλιον τοῦ 1993, ἔλαβε χώραν Διευρυμένη Σύνοδος τοῦ Κλήρου τῆς Ρωσικῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὑπὸ τὴν προεδρίαν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Λαζάρου εἰς τὴν Ὁδησσὸν, ποὺ ὑποστήριξε τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Λάζαρο καὶ ἀπευθύνθηκε πρὸς τὴν Σύνοδον τῆς ROCOR ἐξηγῶντας τὴν ἀνάγκην τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως εἰς τὴν Πατρίδα καὶ τῆς διοικητικῆς αὐτοδιοικήσεως τῆς Ρωσικῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας συμφώνως πρὸς τὸ διάταγμα ἀριθ. 362 τοῦ Ἁγίου Πατριάρχου Τύχωνος, χωρὶς νὰ διακοπῇ ἡ ἐκκλησιαστικὴ κανονικὴ ἑνότητα μὲ τὴν ROCOR.


Τὸν ἴδιον χρόνον, τὸ 1993, ἡ Ἐπισκοπικὴ Διοίκησις τῆς Ὁδησσοῦ τῆς Ρωσικῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καταχωρήθη ἐπισήμως ὑπὸ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Λαζάρου. Ἀργότερα, αὐτὸ ἐπιβεβαιώθη ὑπὸ τῆς Συνόδου τῆς ROCOR. Στὸ Καταστατικὸ τῆς Ἐπισκοπῆς Ὁδησσῶς τῆς Ρωσικῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀναφέρεται: «Ἡ Ρωσικὴ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἀνεξάρτητον μέρος τῆς ἁπάσσης (πρὸ τοῦ 1927) ἑνιαίας Τοπικῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ διοικητικὴ κανονικὴ διαίρεσις τῆς ΡΓΟΕ ἀπὸ τὰ λοιπὰ μέρη τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας προνοεῖται διὰ τοῦ διατάγματος ἀριθ. 362 τοῦ Ἁγίου Πατριάρχου Τύχωνος τῆς 7ης/20ης Νοεμβρίου 1920 καὶ διὰ τῆς Ἐπιστολῆς τοῦ Τοποτηρητοῦ τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου Μητροπολίτου Ἀγαθαγγέλου τῆς 5ης/18ης Ἰουνίου 1922 γιὰ τὴν αὐτοδιοίκησιν τῶν ἐπισκοπῶν. Ἐὰν δημιουργηθοῦν πλειότερες ἐπισκοπὲςὶ ὑπὸ τὴν δικαιοδοσία τῆς ΡΓΟΕ, τότε θὰ σχηματισθῇ Ἁγία Σύνοδος ἀποτελουμένη ἀπὸ τοὺς Κυβερνῶντας Ἱεράρχες, καὶ θὰ ἐκλεγῇ Πρώτος Ἱεράρχης, ὁ ὁποῖος θὰ εἶναι ὁ μόνιμος Πρόεδρος τῆς Ἁγίας Συνόδου.»


Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λάζαρος συνεπῶς καί κατ’ ἀρχήν ὑπερασπίσθη τήν ἰδέαν τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως ἐν τῇ Πατρίδι καί τῆς διαφυλάξεως τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπό τό νά ἀπορροφηθῇ ὑπό τῆς ROCOR. Αὕτη ἡ στάσις προεκάλει τήν δυσαρέσκειαν ὡρισμένων ἐκπροσώπων τῆς ROCOR, ὅπως τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Μάρκου καί τοῦ Ἐπισκόπου Βαρνάβα, καί προεκλήθη σύγκρουσις ἀνάμεσα σέ μέρος τῶν ἐπισκόπων τῆς ROCOR καί τῶν ἐπισκόπων ἐντός τῆς Ρωσσίας. Τὸ ἀποτέλεσμα τῆς συγκρούσεως ἦταν ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λάζαρος, διά κάποιο χρονικό διάστημα, παύθηκε καί ἀπετράπη νά λειτουργῇ. Ἀν καί ἡ ἀδικία καί ἀκανονικότητα τῆς πράξεως τῆς Συνόδου τῆς ROCOR ἦtαν φανερές, ὅμως, φοβούμενοι τήν ἐμβάθυνσιν τῶν διαφωνιῶν καί μή ἐπιθυμοῦντες νά ἐμβαθύνουν τήν σύγκρουσιν, οἱ ἐπίσκοποι καί κληρικοί ἐντός τῆς Ρωσσίας ταπεινῶς ἀπεδέχθησαν τήν Συνοδικήν αὐτήν ἀπόφασιν καί ὑπέκυψαν εἰς αὐτήν.
Τό 1994 στὸ Συνέδριο τῆς ROCOR ὑπεγράφη Πράξις συμφιλιώσεως, τήν ὁποίαν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λάζαρος ἠκολούθησε πιστῶς μέχρι τῆς δικαίας αὐτοῦ τελευτῆς. Ἐν τούτῳ στὸ συνέδριο ἀπεφασίσθη νά δημιουργηθῇ Ἱεραρχική Διάσκεψις τῶν Ρώσων Ἐπισκόπων «διά νά βάλουν Ἐκκλησιαστικήν τάξιν εἰς τήν ἐπικράτειαν τῆς Ρωσίας». Παρά τὶς πολλὲς ἄδικες κατηγορίες, προσβολὲς καί ἀπαγορεύσεις, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λάζαρος ὑπέφερε ταπεινῶς τά πάντα, διατηρῶν μέχρι τέλους τήν πιστότητα εἰς τήν ὑπογεγραμμένην «Πράξιν συμφιλιώσεως» καί τήν ἑνότητα μέ τήν ROCOR, χάριν τῆς ὁποίας διατηρήθη ἐπίσης καί ἕνας κανονικός φορεὺς διοικήσεως τῶν ἐπισκοπῶν καί τῶν ἐνοριῶν στὴν Πατρίδα – ἡ Ἱεραρχική Διάσκεψις τῶν Ρώσων Ἐπισκόπων.
Ἀργότερα, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λάζαρος ὑπερασπίσθηκε τό ὄνομα «Ρωσική Γνησία  Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία» ἀντί τῆς ROCOR, τό ὁποῖον ἐξ᾽ἄλλου εἶχε ἐπισήμως ἐπικυρωθῇ ὑπό τοῦ Ἱεραρχικοῦ Συνεδρίου τῆς ROCOR γιὰ τὶς ἐπισκοπὲς τῆς Πατρίδος. Ὡς ἐγγράφεται στά Πρακτικὰ τῆς συνόδου τῆς ROCOR τῆς 25ης Ἀπριλίου / 8ης Μαΐου 1998: «Ἀπεφασίσθη:Βάσει αὐτοῦ τοῦ διατάγματος τοῦ Ἐπισκοπικοῦ Συμβουλίου τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς, τὴν 5/18 Ἰουνίου 1998, ὁ Μητροπολίτης Βιτάλιος ἐξέδωσε τὸ διάταγμα ἀριθ. 13/51-11/35-6/90-082, μὲ τὸ ὁποῖο εὐλόγησε ἐπισήμως τὶς ρωσικὲς ἐπαρχίες νὰ φέρουν τὸ ὄνομα, ὄχι τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς, ἀλλὰ τῆς «Ρωσικῆς Ἀληθινῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» — ὅπως χρησιμοποιεῖται στὴν Οὐκρανία.
Στὸ ἴδιο Ἱεραρχικὸ Συνέδριο τοῦ 1998 ὁ Μητροπολίτης Βιτάλιος ἐξέφρασε τήν γνώμην ὅτι στήν Ρωσία, διά χάριν τῆς πλήρους ἀναστηλώσεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου, ἔπρεπε νὰ ὑπάρχῃ ἕνα αὐτόνομο σύστημα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας. Τότε, ἔνα ξεχωριστό κατακομβικὴ ἀρχιερατικὴ διοίκηση  ἐσχηματίσθη ὑπό τήν δικαιοδοσίαν τῆς Ἱεραρχικῆς Διασκέψεως τῆς ROCOR, τό ὁποῖον συνένωσε τίς κατακομβικὲς ἐνορίες καί τούς κληρικούς τῆς RTOC (ἐν κοινωνίᾳ μέ τήν ROCOR χάριν τῆς συγκεντρωτικής δραστηριότητος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Λαζάρου) οἱ ὁποῖοι δέν ἐπεθύμουν νά μεταβοῦν εἰς μία νομικὴ μορφὴ λειτουργίας. Ἡ ἀνάγκη καί ἡ ἐπιθυμία χειροτονίας κατακομβίτη ἐπισκόπου διά τὶς ἐνορίες αὐτὲς τῆς RTOC ἐξεφράσθη, ἀλλά μέχρι τότε ἡ ἐπιρροή τῆς προ-σεργιανιστικῆς ὁμάδος τοῦ Μάρκου, Λαύρου καί Ἰλαρίωνος στήν Σύνοδο τῆς ROCOR ἦταν τόσο μεγάλη ὥστε τό ζήτημα νέων χειροτονιῶν διά τήν RTOC καί μία αὐτόνομο διοίκησιν δέν ἀπεφασίσθη. Ὅμως, εἰς τήν Σύνοδον τοῦ 2000, ὁ Μητροπολίτης Βιτάλιος ἐξέφρασε πάλιν τήν θέσιν αὐτοῦ, ἀπευθυνόμενος εἰς τόν Ἀρχιεπίσκοπον Λάζαρον μέ τά λόγια: «Πρέπει νά ἔχετε αὐτονομίαν καί νά ἀποφασίζετε τά ζητήματα σας μόνοι σας».
Τόν Ὀκτώβριον τοῦ 2000 συνήλθεν Ἱεραρχική Σύνοδος τῆς ROCOR στὴν Νέα Ὑόρκη ἡ ὁποία ἠλλοίωσε τήν ἱστορικὴ ὁμολογιακὴ πορεία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας Ἐκτός Συνόρων. Ἡ Σύνοδος ἐδέχθη μία προσφυγὴ πρός τόν οἰκουμενιστή Πατριάρχη τῶν Σέρβων Παῦλο μέ ταπεινὴ ἰκεσία νά μήν διακόψῃ τήν Εὐχαριστιακὴ κοινωνία μέ τήν ROCOR, καί ἐν τῇ πράξει νά γίνη μεσολαβητὴς στὴν προετοιμασίαν μίας ἐνώσεως μέ τὸ Πατριαρχεῖο Μοσχας. Διὰ μιᾶς ἀποφάσεως τῆς ἴδιας Συνόδου ἐσχηματίσθη μία Συνοδική Ἐπιτροπή τῆς ROCOR γιὰ διάλογο μέ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας. Τό καλοκαίρι τοῦ 2001, εἰς μία Διάσκεψη τῆς Συνόδου τῆς ROCOR, ὁ Μητροπολίτης Βιτάλιος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐκφράσει τήν διαφωνία του μέ τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τοῦ 2000 καί τήν ἀνάγκην ἐπανεξετάσεώς των, ἀναγκαστικῶς ἀπεσύρθει ἀπὸ τὴν θέση του.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λάζαρος καί ὁ Ἐπίσκοπος Βενιαμίν, ἀφού συζήτησαν αὐτὲς τὶς διαταγὲς μὲ τοὺς κληρικούς καί τὸ ποίμνιο, ἐκήρυξαν τήν μή ἀναγνώρισιν τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου τοῦ 2000, καί ἐκάλεσαν διά τήν σύγκλησιν μίας ἔκτακτης Συνόδου στήν ὁποίαν αἱ ἀποφάσεις αὐτὲς νά ἀκυρωθοῦν.
Εἰς τό μήνυμα αὐτοῦ τῆς 22ας Μαΐου / 4ης Ἰουνίου 2001, ὁ Πρόεδρος τῆς Ἱεραρχικῆς Διασκέψεως τῶν Ρώσων Ἐπισκόπων τῆς RTOC, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λάζαρος Ὀδησσού καί Ταμβώβ, ἔγραψε: «ΚΑΛΩ ΔΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΚΛΗΣΗΝ ἘΚΤΑΚΤΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΤΗΣ ROCOR γιά νά ἐπανεξετάσῃ κάποια σημεία αὐτῶν τῶν ἐγγράφων. Παράλληλα δέν ἔχω ποτέ σκεφθῇ νά διαχωρισθῶ ἀπό τήν ROCOR καί νά προξενήσω σχίσμα, ἀλλά, ἀντιθέτως, μέ αὐτό τό βῆμα, φυλάττω ἐμαυτόν καί τὸ ποίμνιο τήν ἐμπιστευθείσαν μοι ὑπὸ τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας ἀπό τό νά ἀποκλίνω ἀπό τήν μία πιστὴ ὁδὸ τῆς ὁμολογίας κατά τὴν ὁποίαν ἡ ROCOR καί ἡ RTOC (ὡς δύο μέρη μίας Ρωσικῆς Ἐκκλησίας) ἔχουν ἀδιασάλευτα πορευθῇ ἀπό τὴν στιγμὴ τῆς ἀναδείξεώς των».
Τήν 4ην-5ην Σεπτεμβρίου 2001, μέ τήν εὐλογία τῆς Ἱεραρχικῆς Διασκέψεως τῶν Ρώσων Ἐπισκόπων τῆς Ρωσικῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (RTOC), ἡ ὁποία συνήλθεν ἐν Ὀδησσῷ τήν 12ην Αὐγούστου, συγκλήθη εἰς τό Βορόνεζ μία ἔκτακτος Πρώτη Πανρωσική Διάσκεψις τῶν ἱεραρχῶν, κληρικῶν καί λαϊκῶν τῆς RTOC, ὑπό τὴν προεδρία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Λαζάρου Ὀδησσού καί Ταμβώβ, τοῦ Ἐπισκόπου Βενιαμὶν τοῦ Μέλανος Πόντου καί Κουβὰν καί τοῦ Ἐπισκόπου Ἀγαθαγγέλου Συμφεροπόλεως καί Κριμαίας. Ἐν τῇ πράξει ἦταν ἡ πρώτη σύνοδος ἱεραρχῶν, κληρικῶν καί λαϊκῶν εἰς τήν Ρωσία ἀπὸ τὸν χρόνον τῆς φανερῆς λειτουργίας τῆς Κατακομβιακῆς Ἐκκλησίας καί τό ἄνοιγμα τῶν ἐνοριῶν τῆς ROCOR εἰς τήν Πατρίδα, ἡ ὁποία ἔθεσεν ἀρχήν διά τήν ὀργανωμένην, ἱεραρχικήν ἕνωση τῶν ἀντιπάλων τῆς ἐνώσεως μέ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας.
Ἡ Διάσκεψις ἀπεδέχθη μία «Προσφυγή τῆς συναντήσεως τῶν Ρωσικῶν ἐνοριῶν πρός τήν προσεχή Ἱεραρχικὴ Σύνοδο».Σ᾽αὐτὴ, ἐξεφράσθη ὑποστήριξις πρός τόν Μητροπολίτη Βιτάλιο, καί ἕνα αἴτημα νά ἐπανεξετάσῃ καί νά ἀκυρώσῃ τὶς ἀποφάσεις τῆς τελευταίας Συνόδου. Δηλώθη ὅτι οἱ ρωσσοι ἱεράρχαι καί κληρικοί ἐξακολουθοῦν, ὅπως καί πρίν, νὰ θεωροῦν τὸν Μητροπολίτη Βιτάλιο ὡς τὸν μόνο νόμιμο Πρωθιεράρχην τῆς ROCOR.  Στὴν Προσφυγὴ πρός τήν προσεχὴ Ἱεραρχικὴ Σύνοδο τῆς ROCOR ἐλέχθη ἐπίσης: «Σας παρακαλοῦμεν ἐκ βαθέων, πρῶτον μέν, ἀφού συμφιλιωθῆτε μέ τόν Μακαριώτατον Μητροπολίτην, νά ἀρχίσετε τό ἔργον τῆς Συνόδου μέ τήν συζήτηση τῆς Ἐπιστολῆς πρός τὸν Πατριάρχη Παῦλο καί τῶν ψηφισμάτων καί τῶν ἐρωτημάτων σχετικῶς μέ τήν δημιουργίαν ἐπιτροπῆς γιά τήν ἐγκαθίδρυση σχέσεων μέ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας, τά ὁποία ἐξετάσθησαν στὴν προηγούμενη Σύνοδον καί ἐγένοντο αἰτία δι’ ἐκείνα τά δεινά καί τούς συγκλονισμούς οἱ ὁποῖοι ἔσπειραν ἀνησυχία καί σχίσμα εἰς τὴν Ἐκκλησία μας». Σὲ μία προσφυγὴ προσωπικῶς πρός τόν Μητροπολίτη Βιτάλιο, οἱ Ῥῶσοι Ἐπίσκοποι, κληρικοί καί λαϊκοί τῆς RTOC ἔκαμαν παράκλησιν πρός τόν Σεβασμιώτατο Βιτάλιο νά μήν ἀποχωρήσῃ ἀπό τήν θέσιν τοῦ Πρωθιεράρχου «σ᾽αὐτὴ τήν ἀναταραγμένη περίοδο», «παρ᾽ὄλες τὶς δοκιμασίες καί πιέσεις».
Στὴν πνευματικὴ σημασίᾳ της, ἡ Διάσκεψις εἰς Βορόνεζ ἰσοδυναμεῖ μέ μία τοπικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Σύνοδο. Ἀπεδείχθη ὅτι ἦταν ἱστορικὴ καί ἀποφασιστικὴ διά τὰ μελλοντικὰ γεγονότα. Μετὰ τὸ σχίσμα τοῦ 1927, ἦταν τό πρώτο Πανρωσικό Συνοδικὸ ἐγχείρημα τοῦ εἴδους αὐτοῦ εἰς τήν Πατρίδα. Ἦτο ἀφιερωμένη στὴν ἀποκατάσταση τῆς κανονικῆς τάξεως τῆς ζωῆς τῶν ἐπαρχιῶν καί ἐνοριῶν τῆς Ῥώσικης Ἐκκλησίας στὴν Ρωσία μέ ἀρχὲς τῆς συνοδικότητος.
Ἡ Σύνοδος τῆς ROCOR τοῦ 2001 τόν Ὀκτώβριον δέν ἔδωσε προσοχὴ στὴν προσφυγὴ τῆς Ἱεραρχικῆς Συνδιασκέψεως τῆς RTOC. Ἀφού «συνταξιοδότησε» τόν νόμιμον Πρωθιεράρχη Μητροπολίτη Βιτάλιο καί ἐξέλεξε στὴν θέσιν του ἕναω ὑποστηρικτή τῆς ἐνώσεως μέ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας, τόν Ἀρχιεπίσκοπον Λαύρον (Σκούρλα), ἡ Σύνοδος ὑπεστήριξε μία νέα πορείαν ἑνώσεως τῆς ROCOR μὲ τὴν σεργιανιστικήν-οἰκουμενιστικὴ Πατριαρχεῖο Μόσχας καί τὴν «παγκόσμιον Ὀρθοδοξία». Ὡς ὁ Πατριάρχης Ἀλέξιος ὁ Ρίντιγκερ παρεδέχθη ἀργότερον εἰς τά μέσα ἐνημερώσεως, ἡ ἀπομάκρυνσις τοῦ Μητροπολίτου Βιταλίου ἦτο ἀναγκαία διά τήν ἔναρξιν τῆς προσεγγίσεως μεταξὺ τῆς ROCOR καί τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας.
Οἱ ἀντικανονικἐς καί σχισματικὲς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς ROCOR τοῦ 2001 δέν ἀνεγνωρίσθησαν ὑπό τοῦ νομίμου Πρωθιεράρχου τῆς ROCOR Μητροπολίτου Βιταλίου, τοῦ Προέδρου τῆς Ἱεραρχικῆς Συνδιασκέψεως τῆς RTOC Ἀρχιεπισκόπου Λαζάρου Ὀδησσού καί Ταμβώβ, τοῦ μέλους τῆς Ἱεραρχικῆς Συνδιασκέψεως τῆς RTOC Ἐπισκόπου Βενιαμίν τοῦ Μέλανος Πόντου καί Κουβάν, ὡς καὶ ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου Βαρνάβα τῶν Κανῶν (ὁ ὁποῖος ἀργότερον, δυστυχῶς, ἀλλοίωσε τήν ἀπόφασιν αὐτοῦ καί συνενώθη μέ τὸν Μητροπολίτην Λαύρον). Στὶς πράξεις αὐτῶν, ὠδηγήθησαν ὑπό τόν 15ον κανόνα τῆς Α’-Β’ Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ἡ Ἱεραρχική Συνδιάσκεψις τῶν Ρώσων Ἐπισκόπων τῆς RTOC ἀποτελουμένη ἐκ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Λαζάρου καί τοῦ Ἐπισκόπου Βενιαμίν, καθὼς καί οἱ ἱερεῖς ὑπό τούς ὑποτεταγμένους αὐτοῖς στὴν Ρωσία, τὴν Οὐκρανία καὶ τὴν Λευκορωσία, ἐκάλεσαν τόν Μητροπολίτη Βιτάλιο νά συγκαλέσῃ μία νόμιμη σύνοδον ἡ ὁποία θά ἀποτελεῖτο ἐκ τοῦ Μητροπολίτου Βιταλίου, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Λαζάρου καί τοῦ Ἐπισκόπου Βενιαμίν, στὴν ὁποία θά ἔπρεπε νά ἐπιλύσουν τά προβλήματα τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως στὴν Γνησία Ρωσικὴν Ἐκκλησίαν.
Ἡ Διαταγή τοῦ Μητροπολίτου Βιταλίου διά τὴν δημιουργία Συνόδου στὴν Ρωσία ἀπετέλεσε τὴν συμφωνία τῶν τριῶν τελευταίων ἐναπομεινάντων νομίμως κυβερνώντων ἱεραρχῶν στὴν Γνησία Ρωσικὴ Ἐκκλησία (Μητροπολίτης Βιτάλιος, Ἀρχιεπίσκοπος Λάζαρος καί Ἐπίσκοπος Βενιαμίν). Αὕτη ἡ ἀπόφασις ἔφερε τὸν χαρακτῆρα μίας συνοδικῆς ἐκφράσεως θελήσεως, ἡ ὁποία ἐσφραγίσθη ὑπὸ τῆς συνοδικῆς ἀποφάσεως τῆς Δευτέρας Πανρωσικῆς Διασκέψεως, ἡ ὁποία εἶχε, εἰς τό ἐσώτερο, τήν σημασία μιᾶς τοπικῆς ἐκκλησιαστικῆς συνόδου καί ἔθεσεν τὶς ἀρχὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως στὴν Ρωσία.
Τόν Αὔγουστο τοῦ 2002, συμφώνως πρὸς τὸ Διάταγμα ἀριθμ. 362 τοῦ Πατριάρχου Τύχωνος καί τὴν Ὁδηγία τοῦ Μητροπολίτου Βιταλίου τῆς 26ης Φεβρουαρίου / 11ης Μαρτίου 2002, καθὼς καὶ τὴν ἀπόφασιν τῆς Συνδιασκέψεως τῶν Ρώσων Ἐπισκόπων, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λάζαρος καί ὁ Ἐπίσκοπος Βενιαμὶν χειροτόνησαν εἰςἘπίσκοπον τὸν Τύχωνα, τόν μέλλοντα Ἀρχιεπίσκοπον Ὀμσκ καί Σιβηρίας, τὸν σημερινὸ Πρόεδρο τῆς Συνόδου τῆς RTOC, τὸν Ἑρμογένην εὶς Ἐπίσκοπον Τσερνίγωφ καί Γκόμελ, τὸν Εἰρηναῖον εἰς Ἐπίσκοπον τοῦ Βερνέυ καί Σεμιρετσίγιε καί τὸν Διονύσιον εἰς Ἐπίσκοπον τοῦ Νοβγορόδου καί Τβέρ.


Τήν 22αν Ἰουνίου / 5ην Ἰουλίου 2003, ἐκπληρώνοντας τὶς ἀποφάσεις τῆς Δευτέρας Πανρωσικῆς Συνδιασκέψεως ἱεραρχῶν, κληρικῶν καί λαϊκῶν, καί βάσει τοῦ Διατάγματος τοῦ Ἁγίου Πατριάρχου Τύχωνος ἀριθμ. 362 καί τῆς Ὁδηγίας τοῦ Μητροπολίτου Βιταλίου, τὸ κανονικόν ὄργανο διοικήσεως τῶν ἐνοριῶν τῆς RTOC – ἡ Ἱεραρχικὴ Συνδιάσκεψις τῶν Ρώσων Ἐπισκόπων – μετετράπη εἰς τήν Ἱεραρχικήν Σύνοδον τῆς Ρωσικῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς «ἕνα μικρὸ διαρκὲς συμβούλιον ἐπισκόπων». Ὁ πρεσβύτερος Ρώσος ἱεράρχης, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λάζαρος Ὀδησσού καί Ταμβώβ, ἐξελέγη Πρόεδρος τῆς Ἱεραρχικῆς Συνόδου τῆς RTOC.


Διαβαίνοντας ἕνα ἀκανθῶδες μονοπάτι κατὰ τὸν 20όν αἰῶνα, ἡ διαδοχὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας ἀπό τήν προεπαναστατικὴ Ρωσικὴ Ἐκκλησία διὰ μέσου τῆς ROCOR ἐπανήλθε πάλιν στὴν Ρωσίαν. Διὰ πρώτη φορὰ μετὰ τὴν ἀποστατικὴ Διακήρυξιν τοῦ Μητροπολίτου Σεργίου (Στραγκορόδσκυ) τό 1927 καὶ τὴν παράλυση τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ βίου λόγω τῶν σκληρῶν διωγμῶν, ἀποκατεστάθη κανονική Ἐκκλησιαστική διοίκησις εἰς τήν Πατρίδα.


Τήν 16ην/29ην Ἰουνίου, ἡμέραν μνήμης τοῦ Γέροντος Σχήμα-Ἀρχιμανδρίτου Μωϋσέως τῆς Ὀπτίνα (στὴν ἀγιοκατάταξιν τοῦ ὁποίου τό 1990 ἐν τῇ Ἱεραρχικῇ Συνόδῳ τῆς ROCOR ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λάζαρος συμμετείχε), ὁ Ἐπίσκοπος Βενιαμίν τοῦ Μέλανος Πόντου καί Κουβὰν ἐκάρη τὸν Ἀρχιεπίσκοπον Λάζαρον εἰς τό μέγα σχῆμα, διατηρῶν τόν πρότερον ὀνομά του. Τήν 17ην/30ην Ἰουνίου 2005, κατὰ τήν συλλειτουργία τῆς Ἀκολουθίας εὶς Ψυχορραγούντων, ὁ Σχῆμα-Ἀρχιεπίσκοπος Λάζαρος ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ.


Διὰ συνοδικῆς ἀποφάσεως τήν 24ην Ἰουνίου / 7ην Ἰουλίου 2005, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Τύχων (Πασένιχ) τοῦ Ὀμσκ καί Σιβηρίας ἐξελέγη Πρόεδρος τῆς Ἱεραρχικῆς Συνόδου τῆς RTOC.


Σήμερα στὴν Ρωσικὴ Γνησία Ὀρθόδοξον Ἐκκλησία στὴν πατρίδα (Ρωσία), λειτουργοῦν ἕξ ἐπαρχίες: Ὀμσκ-Σιβηρίας, Ὀδησσού-Χαρκόβου, Μέλανος Πόντου-Κουβὰν, Τσερνίγωφ-Γκόμελ, Νοβγορόδου-Τβέρ καί Βερνέυ-Σεμιρετσίγιε (Καζαχστάν). Ἐπίσης, ὑπὸ τὸ ὠμοφόριον τῆς Συνόδου τῆς RTOC, λειτουργοῦν τρεῖς ἐπαρχίες τῆς RTOC: Βορείου Ἀμερικῆς, Δυτικῆς Εὐρώπης καί Αὐστραλίας.


Τό διοικητικόν ὄργανον τῆς RTOC εἶναι ἡ Ἱεραρχικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία ἀποτελεῖται ἐκ πέντε ἐπισκόπων: τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Τύχωνος (Προέδρου τῆς Συνόδου), τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Βενιαμίν (Ἀντιπροέδρου), τοῦ Ἐπισκόπου Ἑρμογένους, τοῦ Ἐπισκόπου Σαββατίου καί τοῦ Ἐπισκόπου Φιλαρέτου.


Εἰς τήν πατρίδα, ὑπάρχουν ἐνορίες τῆς RTOC εἰς τήν Σιβηρίαν, τόν Κoυβὰν, τὶς περιοχὲς Κιέβου, Τσερνίγωφ, Χαρκόβου, Ὀδησσού, Χμελνίτσυ, Βινίτσας καί ἄλλες τῆς Οὐκρανίας, στὴν Λευκορωσία, τὶς περιοχὲς Μόσχας, Νοβγορόδου, Τβέρ, Βορονέζ, Ταμβώβ, Κούρσκ, Μπρυάνσκ, Βυάτκα καί ἄλλες τῆς Ρωσίας, στὴν Κεντρικὴ Ἀσία (Καζαχστὰν, Τουρκμενιστὰν, Μπασκιρία, Κιργιζία καί ἄλλες). Ὑπάρχουν ἐπίσης κοινότητες εἰς Ὀσετία, Ἀρμενία κ.λπ. Συνολικῶς, περὶ τὶς 200 κοινότητες καί ὁμάδες πιστῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ὑπὸ τὸ ὠμοφόριον τῆς RTOC. Ὑπάρχουν ναοί τῆς RTOC εἰς τήν Ὀμσκ, Ὀδησσόν, Ἐκατερίνμπουργκ, Βορονέζ, Βλαντικαυκάζ καί ἄλλας πόλεις. Ὑπάρχουν ἐπίσης μικρὲς κοινότητες οἰ ὁποῖες συγκεντροῦνται διὰ προσευχὴ, συνήθως εἰς οἰκίους ναούς ἤ εἰς οἰκίες πιστῶν.


Στὴν RTOC, λειτουργοῦν καὶ ἀνοικτὲς ἐνορίες καὶ κατακομβικὲς κρυφὲς κοινότητες. Μετά τὴν ἐλάττωση τῶν διωγμῶν στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1990, πολλὲς κατακομβικὲς κοινότητες (ὅπως στὴν Ὀμσκ, Βορονέζ, τόν Κουβάν, κ.λπ.) ἐξῆλθον ἐκ τῶν κατακομβῶν καὶ ἀνεκαίνισαν νόμιμη λειτουργία. Ὡστόσο, ἡ πλειονότης τῶν κατακομβικῶν κοινοτήτων παραμένει, ὅπως πρίν, εἰς ὑπόγειον κατάσταση, μή ἐμπιστευόμενες τὶς ἀρχές.


Σταδιακῶς, ἀναβιώνει ὁ μοναχισμός. Ἀνδρικά μοναστικὲς σκήτες λειτουργοῦν στὸν Κουβὰν, τὴν Οὐκρανία, τὴν Σιβηρία, τὴν Κούρσκ καί ἄλλες περιοχές. Γυναικεῖες μοναστικὲς κοινότητες λειτουργοῦν στὶς περιοχὲς Βορονέζ, Ὀδησσοῦ, Ροστόβ, Γκόμελ, Χαρκόβου, Ὀμσκ καί ἄλλες.


Ἐπομένως, ἀναπαυόμενοι στὸ προφητικὸ Διάταγμα ἀριθμ. 362 τοῦ Ἁγίου Πατριάρχου Τύχωνος, ἡ Τυχνωνικὴ Ρωσικὴ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία συνεχίζει νὰ ὑπάρχει μέχρι τῶν ἡμερῶν μας, φέροντας τό πνεῦμα τῆς ἀληθινῆς πίστεως, τῆς εὐσεβείας καί τοῦ μαρτυρίου, τό πνεῦμα τῆς ἐσωτερικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐλευθερίας, διαμέσου τῶν μπολσεβικικῶν διώξεων, φυλακῶν, ἐκτελέσεων καί τῆς ζωῆς τῶν κατακομβῶν.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *


Copyright © All rights reserved. | Newsphere by AF themes.