Η ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΥΠΟ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΑΘΗΡΗΜΕΝΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΟ-ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΜΕΝΟΙ
Ὑπὸ Μοναχοῦ ἐξ᾽ Ἁγίου Ὄρους
Η ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΥΠΟ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΑΘΗΡΗΜΕΝΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΟ-ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΜΕΝΟΙ
Δεκαετίες τώρα ὑπάρχει ἕνα θέμα ὅπου διχάζει τούς πιστούς οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν τό παλαιόν ἑορτολόγιον (οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν ἐκκλησιαστικήν ἐπικοινωνίαν μέ τούς Οἰκουμενιστάς), τό ὁποῖον καί ἔγινε αἰτία πολλῶν χωρισμῶν καί διενέξεων. Αὐτό, τῶν ἐγκύρων ἤ μή, μυστηρίων τῶν καινοτόμων νεοημερολογιτῶν καί λοιπῶν Οἰκουμενιστῶν. Ἡ συζήτησις ἐπάνω εἰς αὐτό τό θέμα εἶναι διαχρονική καί δέν ἔχει ἐπιφέρει κανένα ἀποτέλεσμα, ἀφοῦ γίνεται ὄχι μέ βάσεις κανονικοῦ διαλόγου, ἀλλά σπασμωδικῶς καί χωρίς κάποιους ἐπισήμους ἐκκλησιαστικούς φορεῖς ὅπου νά τήν διευθύνουν. Γίνεται κυρίως διά λιβέλλων καί ἄλλων κιτρινιστικῶν φυλλαδίων, ὅπου ὁ καθένας προσπαθεῖ νά δικαιώσῃ τήν ἄποψίν του καί νά ἐπιβληθῇ τοῦ ἀντιπάλου! Ἡ Ἀλήθεια βεβαίως δέν μπορεῖ νά εὑρεθῇ οὔτε μέ ὕβρεις, οὔτε μέ παραποιήσεις κειμένων, οὔτε μέ κατάρες καί ἀναθέματα, ἀλλά μέ εἰλικρίνεια καί σεβασμό πρός αὐτήν, εἰς τόν δρόμο πρός τήν πραγματικήν ἀναζήτησίν της.
Εἶναι λοιπόν ἀπορίας ἄξιον, πώς πιστοί καί μάλιστα μοναχοί, δέν διστάζουν νά παραποιήσουν στοιχεῖα καί δεδομένα, ἁπλῶς διά νά στηρίξουν τήν γνώμην τους, ἀδιαφορῶντας ἄν αὐτό εἶναι ἠθικό καί ἔντιμο καί ἀντιπροσωπεύει αὐτό, διά τό ὁποῖο ἐρευνοῦν, δηλαδή τήν Ἀλήθειαν! Ἴσως μερικές φορές ὁ σκοπός νά ἁγιάζῃ… τά μέσα! Ἴσως πάλι ἡ ἀναζήτηση αὐτῆς τῆς ἀλήθειας νά εἶναι ἕνα ἄλλοθι διά νά ἐκτονώσουμε τά πάθη μας ἐπάνω εἰς τούς ἄλλους, χωρίς ὅμως νά κατηγορηθοῦμε γι’ αὐτά! Ποῖος ἄλλωστε θά τολμοῦσε νά κατηγορήσῃ κάποιον ὅπου ὀργίζεται διά τήν… Πίστη; Σέ γενικές λοιπόν γραμμές παρατηρεῖται μία τάση ἐμπάθειας ἀνάμεσα εἰς τούς ὑποστηρικτάς τῶν δύο αὐτῶν θέσεων, μέ τόν ἕναν νά κατηγορῇ τόν ἄλλον ὅτι ἀντιτίθεται εἰς τήν ὀρθόδοξον ἐκκλησιολογίαν καί στάσιν ἀντιμετωπίσεως τῶν Πατέρων, ἀπέναντι σέ παρόμοια ζητήματα ὅπου προέκυψαν καί κατά τό παρελθόν.
Ἡ ἀλήθεια βεβαίως δέν μπορεῖ νά εἶναι κάπου εἰς τήν μέση… καθώς εἰς αὐτά τά θέματα δέν χωροῦν μεσότητες· κάποια εἶναι ἔγκυος, ἤ δέν εἶναι! Ἔτσι καί εἰς τήν περίπτωσίν μας, ἤ ἔχουν Θείαν Χάριν τά Μυστήρια τῶν ἀκρίτων αἱρετικῶν, ἤ ὄχι∙ δέν ὑπάρχει ἐναλλακτική! Τά παραδείγματα ὅπου ἔχουμε ἀπό τήν ἐκκλησιαστικήν ἱστορίαν, δυστυχῶς ἕκαστος, μέ περισσή εὐκολίαν θεωρεῖ πώς τόν δικαιώνουν, καθώς ὑπάρχουν πολλές ἀοριστίες καί ἀσάφειες εἰς τάς διφορουμένας αὐτάς ἀναφοράς τῶν τότε γεγονότων. Αὐτά ὅμως γιά κάποιους εἶναι ψιλά γράμματα! Βεβαίως αὐτό εἶναι ἀπαράδεκτον, διότι καταδεικνύεται πώς ἡ εἰλικρίνεια ἔχει ἐκλείψει καί τά σκῆπτρα ἔχει λάβει ὁ αὐτοσκοπός! Κάτω λοιπόν ἀπό αὐτές τίς συνθῆκες θά προσπαθήσωμεν, Θεοῦ θέλοντος, μέ τήν σειράν μας νά συμβάλωμεν εἰς τήν περαιτέρω διερεύνησιν αὐτοῦ τοῦ προβλήματος, παραθέτοντας κάποιες συμπληρωματικές σκέψεις εἰς τάς ἤδη ὑπάρχουσας.
Τό ζήτημα τοῦτο τό πυροδότησε τελευταῖα ἡ ἐμφάνισις τῶν λεγομένων Ἀποτειχισμένων-Ἀκαινοτομήτων, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου εὐάριθμος ὁμάδα πρώην ζηλωτῶν μοναχῶν, ἀφοῦ ἐγκατέλειψαν τήν ἐκκλησιαστικήν ἐπικοινωνίαν μέ τούς ὑπολοίπους Ζηλωτάς Πατέρας, προέβαλον μίαν νέαν δοξασίαν διά τά ἐκκλησιαστικά δεδομένα. Ἡ διακοπή αὐτή τῆς κοινωνίας δέν εἶχε ὡς βάσιν τήν διαμαρτυρίαν διά τά κακῶς κείμενα εἰς τόν χῶρον τῶν Γ.Ο.Χ., καί τίς πράγματι μεγάλες παρεκτροπές, ὅπου κατά καιρούς ἐμπίπτει ὁ ἀνώτερος καί κατώτερος κλῆρος, ἀλλά τήν προώθησιν μίας ἄλλης ἐκκλησιολογίας. Ὑπάρχουν βεβαίως μέσα εἰς τήν ἐπιχειρηματολογίαν τους καί οἱ κατηγορίες περί σχισμάτων καί διασπάσεων εἰς τούς Γ.Ο.Χ., ὅπου συχνά πυκνά ἀκοῦμε καί ἀπό τά στόματα τῶν νεωτεριστῶν, ἀλλά αὐτάς τάς θεωροῦμε ὡς προπέτασμα καπνοῦ… ἔτσι διά νά ἐμπλουτιστῇ τό κατηγορητήριόν τους∙ ἀφοῦ καί αὐτοί οἱ ἴδιοι πρίν καλά καλά νά βγοῦν εἰς τό πεδίον τῆς ”μάχης”, ἄρχισαν νά παρουσιάζουν διασπαστικά φαινόμενα!
Διά νά λάβωμε μίαν ἰδέαν περί τό τί φρονοῦν, ὥστε ὁ ἀναγνώστης νά καταλάβῃ περί τίνος πρόκειται, θά ἀναφέρω μερικάς ἀπό τάς βασικάς δοξασίας των. Κατ’ αὐτούς, ὅταν κηρύττεται γυμνῇ τῇ κεφαλῇ αἵρεσις, οἱ πιστοί πρέπει νά διακόπτουν μέν τό μνημόσυνον τοῦ αἱρετικοῦ πατριάρχου ἤ ἐπισκόπου, χωρίς ὅμως νά ἀποκόπτονται καί ἀπό τήν “ἐκκλησίαν”, τήν ὁποίαν ποιμαίνει ὁ ἐν λόγῳ αἱρετικός! Ὁ ἀποτειχισμένος πιστός θά πρέπῃ μετά τήν ἀποτείχισίν του νά περιμένῃ τήν σύγκλησιν Ὀρθοδόξου Συνόδου ὅπου θά προβῇ εἰς τήν καταδίκην τῆς αἱρέσεως καί τῶν προεξαρχόντων αὐτῆς, ὥστε νά ἐπανέλθῃ ξανά μετά τήν ἀποκατάστασιν εἰς τήν προτεραίαν ἐκκλησιαστικήν ἐπικοινωνίαν.
Ἡ αἵρεσις κατ’ αὐτούς εἶναι κάτι ὅπου ζεῖ καί κινεῖται μέσα εἰς τήν ἐκκλησίαν, καί πρέπει νά καταπολεμηθῇ μέσα ἀπ’ αὐτήν καί ὄχι ἀπ’ ἔξω. Δέν νοεῖται ἄκριτος αἱρετικός ἐκτός ἐκκλησίας, ἔστω καί ἄν ἡ αἵρεσις ἔχει κριθεῖ καί καταδικαστεῖ εἰς τό παρελθόν ἀπό κάποια Ὀρθόδοξον Σύνοδον· θά πρέπῃ νά συγκληθῇ ξανά ἑτέρα Σύνοδος ὅπου θά κρίνῃ καί καθαιρέσῃ τούς αἱρετικούς ξεχωριστά. Σίγουρα πράγματα…! Διά τόν λόγον αὐτόν δέν νοεῖται κανονική χειροτονία κληρικοῦ, ἀνωτέρου ἤ κατωτέρου, ἔξω ἀπό τό κλίμα τοῦ αἱρετικοῦ πατριάρχου, καθώς αὐτός, ἄν καί πεσμένος εἰς τήν αἵρεσιν, ἔχει τό μοναδικόν προνόμιον νά τελῇ κανονικάς χειροτονίας! Ἡ διαδοχή λοιπόν ἰσχυρῶν χειροτονιῶν ὑπάρχει μόνον εἰς αὐτόν καί εἰς τούς περί αὐτοῦ ὑπαγομένους “κοινωνικούς” ἐπισκόπους.
Ἡ διενέργεια χειροτονιῶν ὑπό Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων χωρίς τήν συγκατάθεσιν τοῦ αἱρετικοῦ πατριάρχου θεωρεῖται παράνομος καί ἀντικανονική, ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς “Μίας Ἐκκλησίας”, ἄν καί αὐτή εὑρίσκεται κάτω ἀπό τόν ζυγόν τῆς αἱρέσεως. Κανένας δηλαδή Ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος δέν μπορεῖ νά χειροτονήσῃ κληρικόν, οὔτε κἄν διάκονον, ἤ ἀκόμη καί ἀναγνώστην, χωρίς τήν ἔγκρισιν τοῦ αἱρετικοῦ πατριάρχου, διότι ἡ χειροτονία τελεῖται ἐκτός ἐκκλησίας! Ἐντός ἐκκλησίας εὑρίσκεται λοιπόν ὁ ἄκριτος αἱρετικός πατριάρχης καί τό συνάφι του· καί αὐτός ὅμως μέ τό ἕνα πόδι, ἀφοῦ καί αὐτόν τόν θεωροῦν ”δυνάμει” ἐκτός, ἀλλά ὄχι ”ἐνεργείᾳ”!
Εἶναι φανερόν ὅτι ἡ ὀρθόδοξος ὁμολογία δέν παίζει κατ’ αὐτούς κανέναν ρόλον, καθώς ἑστιάζουν ἀποκλειστικῶς εἰς τόν τύπον καί μόνον εἰς τόν τύπον, ἐφ’ ὅσον θεωροῦν ἀνίκανον τήν αἱρετικήν ὁμολογίαν πίστεως νά στερήσῃ τήν ἁγιαστικήν χάριν! Αὐτό βεβαίως μᾶς θυμίζει ὀλίγον Παπικόν Κανονικόν Δίκαιον, ὅπου οὔτε αὐτή ἡ πρᾶξις τῆς καθαιρέσεως μπορεῖ νά στερήσῃ ἀπό τούς καθῃρημένους τήν ἱερωσύνην· ἁπλῶς τήν καθιστᾷ ἀργή. Τόσο ἑδραιωμένη εἶναι ἡ ”Χάρις” εἰς τούς αἱρετικούς! Ὅπως θά ἰδοῦμε παρακάτω μέσα ἀπό τήν προσπάθειαν νά σταθῇ ἡ δοξασία τους, ἐπικαλοῦνται καί αὐτοί παραδείγματα ὅπου συμπίπτουν μέ τήν Παπικήν ἐκκλησιολογίαν καί Δίκαιον, ἔστω καί ἄν δέν τό καταλαβαίνουν.
Ἄς ἰδῶμεν ὅμως τί φρονεῖ καί ἡ ἄλλη πλευρά. Ἡ δικιά τους πεποίθησις εἶναι πιό ξεκάθαρος καί ἀποδείξιμος, ἄν ἐξετάσωμεν τάς πηγάς καί τά ἐπιχειρήματα τά ὁποῖα ἐπικαλοῦνται, ἔστω καί ἄν διακρίνονται καί ἐδῶ κάποιες ἐλλείψεις. Θεωροῦν πώς δέν εἶναι ἀπαραίτητος ἡ σύγκλησις Συνόδου διά νά βγῇ κάποιος ἐκτός Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἐάν συλληφθῇ κάποιο μέλος Αὐτῆς νά κηρύττῃ αἵρεσιν φανερῶς (γυμνῇ τῇ κεφαλῇ), καί ἀφοῦ ἐλεγχθεῖ δύο καί τρεῖς φορές καί συνεχίσει ἀμετανόητος, τότε ἡ Θεία Χάρις ἀπέρχεται ἀπ’ αὐτόν, καθότι ὁ μολυσμός τῆς αἱρέσεως τόν ἐμίανε. Λέγουν πώς ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει αἵρεσις, ὑπάρχει ἀπαραίτητα καί μολυσμός.
Λέγουν ἀκόμη πώς, ὅταν ἕνα Μυστήριον στερεῖται ἁγιαστικῆς Χάριτος εἶναι ἀνυπόστατον, δηλαδή ἀνύπαρκτον· αὐτά εἶναι τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν ὅπου ἔχουν κατεγνωσθεῖ Συνοδικῶς, ἤ αὐτῶν ὅπου ἐλέχθησαν ὑπό τῶν Πατέρων, καθώς καί τῶν καθῃρημένων, ἀφοῦ διά τῆς καθαιρέσεως ἀπογυμνώθησαν τῆς ἱερωσύνης. Διακρίνουν ὅμως διαφορές, ὅταν τά Μυστήρια ἀναφέρονται ὡς ἄκυρα, καθότι ἕνα ἄκυρον Μυστήριον μπορεῖ νά εἶναι ὑπαρκτόν, ἤ ἀνυπόστατον· ἀναλόγως τήν περίπτωσιν. Ἕνα ἄκυρον Μυστήριον εἶναι ἀνυπόστατον ὅταν τελεῖται ἐκτός Ἐκκλησίας ἀπό αἱρετικούς ἤ καθῃρημένους, ἐνῷ ὑπαρκτόν, ὅταν ἐτελέσθη ἀπό Ὀρθοδόξους μέ κανονικήν χειροτονίαν, ἀλλά παρανόμως· διά παράδειγμα, χωρίς τήν ἄδειαν τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου, καί δι’ αὐτό ἀπαγορεύεται εἰς τούς πιστούς νά τά λαμβάνουν. Ἀπό τό Μυστήριον αὐτό ἁπλῶς λείπει τό κῦρος, δηλαδή ἡ κανονικότητα· τό Μυστήριο αὐτό ὅμως εἶναι ὑπαρκτόν.
Ἡ πρώτη περίπτωσις ἀφορᾶ αἱρετικούς καί καθῃρημένους, ἐνῶ ἡ δευτέρα κατά πάντα Ὀρθοδόξους. Ἡ ἀποκατάστασις εἰς τήν νομιμότητα ἑνός Μυστηρίου τελεσθέντος ὑπό Ὀρθοδόξου εἶναι εὔκολος ὑπόθεσις καί δέν ὑπάρχει χρεία ἰδιαιτέρων διαδικασιῶν, εἰς σχέσιν μέ τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν, ὅπου ἀναλόγως τῆς περιπτώσεως ἴσως χρειασθῇ καί ἡ συνολική γνώμη τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτές εἰς γενικάς γραμμάς εἶναι οἱ θέσεις τῶν δύο ἀντιτιθεμένων μερίδων, χωρίς βέβαια αὐτό νά σημαίνῃ πώς δέν ὑπάρχουν καί ἐσωτερικές διαφοροποιήσεις καί παραλλαγές εἰς τόν καθένα.
Ἡ περίπτωσις τῶν ἀποτειχισμένων μέ τήν ἀνωτέραν ἐκκλησιολογίαν, ἀποτελεῖ ἕνα ἐντελῶς καινούργιο φαινόμενον εἰς τήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ποτέ εἰς τήν ἱστορίαν της δέν συναντᾶται παρόμοιος τρόπος ἀντιμετωπίσεως τῶν αἱρετικῶν. Κατά παράδοξον τρόπον θεωροῦν τούς αἱρετικούς ἐκτός ἐκκλησίας, ἀλλά ταυτοχρόνως καί ἐντός, ἐφ’ ὅσον δέν ἐκρίθησαν πρῶτον ἀπό κάποια ὀρθόδοξον Σύνοδον συνισταμένη εἰδικά δι’ αὐτούς, ὥστε νά τούς ἀποβάλῃ. Εἰς τήν ἐκκλησιαστικήν ἱστορίαν παρατηροῦμε τούς ἁγίους Πατέρες νά ἀντιδροῦν μέ ἕναν ξεκάθαρον τρόπον, ὅπου δέν ἄφηνε περιθώριον παρερμηνείας, ὥστε οἱ πιστοί νά προβληματίζονται τί εἶναι τό σωστόν ἤ ὄχι. Ἐγνώριζον πώς, ὅταν ἐμφανιστῇ κάποιος Πατριάρχης ἤ καί κατώτερος κληρικός νά κηρύττῃ φανερά αἵρεσιν, ἀμέσως ἀποτειχιζόταν καί προσπαθοῦσαν νά τόν συνεφέρουν μέ διαφόρους προτροπάς καί παρακλήσεις νά ἐπιστρέψῃ εἰς τήν ὀρθήν διδασκαλίαν.
Ἐάν ὁ παρεκκλίνων Πατριάρχης ἤ κληρικός ἐπέμενε εἰς τάς αἱρετικάς δοξασίας του, τότε οἱ ὀρθόδοξοι Πατέρες συγκροτοῦσαν Σύνοδο καί κατεδίκαζον τήν αἵρεσιν καί τούς φορεῖς αὐτῆς. Εἰς περίπτωσιν ὅπου ἡ συγκρότησις Συνόδου ἦταν ἀδύνατος λόγῳ ἐπεμβάσεως τῆς κρατικῆς ἐξουσίας ὅπου ἐστήριζε τήν αἵρεσιν, τότε οἱ ὀρθόδοξοι θεωροῦσαν τελεσίδικα τούς αἱρετικούς ἐκτός Ἐκκλησίας ἐστερημένους κάθε ἐκκλησιαστικοῦ δικαιώματος καί ἐξουσίας· ἔστω καί Συνοδικῶς ἀκρίτους. Καί σωστά ἔπραττον, διότι ἡ ὀρθόδοξος ἐκκλησιολογία θεωρεῖ ἐντός Ἐκκλησίας, μόνον ὅσους κρατοῦν ἀλώβητον καί ἀκεραίαν τήν Ὀρθόδοξον πίστιν καί ὄχι ἀλλοιωμένη καί παραχαραγμένη.
Συμφώνως μέ τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας, κάποιος αἱρετικός εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας ἀπό τήν στιγμήν, ὅπου μετά τήν ἐκδήλωσιν τῶν αἱρετικῶν φρονημάτων του, ἐλεγχθεῖ μετά πρώτης καί δευτέρας νουθεσίας καί παραμείνει εἰς τάς κακοδόξους ἀπόψεις του. Δέν χρειάζεται ἰδιαιτέρα διαδικασία δι’ αὐτό, ἀφοῦ ἡ ὀρθή ὁμολογία τῆς πίστεως εἶναι πρωταρχικός παράγοντας διά νά ἀνήκῃ κάποιος εἰς τήν Ἐκκλησίαν, ἔστω καί ἄν φαινομενικά κατέχει τό πατριαρχικόν σχῆμα, ἤ ὁτιδήποτε ἄλλο προσδίδει ἐξουσία καί κῦρος εἰς τό πρόσωπόν του. Τό ἀρχικόν του κῦρος δέν ἔχει πλέον καμία διοικητικήν καί ἐκκλησιαστικήν ἀξίαν, ἐφ’ ὅσον δέν συνοδεύεται μέ τήν ὀρθόδοξον ὁμολογίαν, καί κατά συνέπεια στερεῖται καί κάθε ἐξουσίαν πνευματικήν ἐπάνω εἰς τό Ὀρθόδοξον ποίμνιον. Ἐπίσης καί κάθε ἱερατική πρᾶξις ὅπου τελεῖ μένει ἀνενεργός καί ἀνίσχυρος.
Τό Ὀρθόδοξον ποίμνιον ἀναγνωρίζει ἐπ’ αὐτοῦ μόνον ὅσους ὀρθοτομοῦν τόν λόγον τῆς Ἀληθείας καί ὄχι ὅποιον θεολογεῖ ἐλευθέρως καί ὡς βούλεται, ὅπως οἱ σημερινοί ἐκκλησιαστικοί ταγοί τῆς νεωτερικῆς ἐκκλησίας. Ὅποιος λοιπόν θέλει νά ἐλευθεριάζῃ θεολογῶν, αὐτός ῥισκάρει τήν θέσιν του μέσα εἰς τήν Ἐκκλησίαν, ἔστω καί ἄν δέν ἐξεδήλωσεν εὐρέως τάς κακοδόξους ἀπόψεις του, ὥστε νά γίνουν ἀντιληπτές ἀπό τούς ἁρμοδίους Αὐτῆς φορεῖς, καί οὕτω νά προβοῦν εἰς τάς καταλλήλους διαδικασίας ἀπομακρύνσεώς του. Μέ ἁπλά λόγια, κατά τό φαινόμενον ἀνήκει μόνον εἰς τήν Ἐκκλησίαν! Οἱ πιστοί ὅμως οὐδόλως βλάπτονται ἀπό τήν ἐκκλησιαστικήν ἐπικοινωνίαν μέ ἕναν τέτοιον αἱρετικόν, ἐφ’ ὅσον ἀγνοοῦν τήν κρυφήν του πλάνην καί τόν θεωροῦν ὡς πραγματικόν ὀρθόδοξον.
Συμπέρασμα λοιπόν ἐκ τῶν προηγουμένων εἶναι ὅτι, μπορεῖ μέσα εἰς τόν Ναόν νά βλέπουμε πολλούς νά προσέρχονται καί νά κοινωνοῦν, ἀλλά ἀγνοοῦμε ποῖος ἐξ αὐτῶν εἶναι πραγματικόν μέλος τῆς Ἐκκλησίας! Αὐτό συμβαίνει μέ τούς κρυφούς αἱρετικούς· ἀλλά τί γίνεται μέ αὐτούς ὅπου παρρησία καί φανερῶς κηρύττουν κακοδοξίας; Μπορεῖ αὐτοί νά παραμένουν ἐπ’ ἀόριστον ἐντός ἐκκλησίας ἐπειδή δέν συνεκροτήθη κάποια Σύνοδος, ὅπου νά τούς καταδικάσῃ καί ἐκβάλλῃ ἐκτός της; Ἔχουμε πάρα πολλά ξεκάθαρα παραδείγματα ἀπό τήν ἐκκλησιαστικήν ἱστορίαν καί τήν διδασκαλίαν τῶν Πατέρων, ὅπου μᾶς δείχνουν τόν σωστόν δρόμον!
Ἀξιοσημείωτος εἶναι ἡ ἀναφορά τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ θέματος, ὅπου λέγει τά ἑξῆς: ”ἐάν ἐπιτρέψουμε νά προσδιοριστοῦν αὐτά ὅπου ἔχουν θεολογηθεῖ ἀπό τούς Πατέρας ἀπροσδιόριστα, θά ἠδύνατο νά συγκατασκευασθῇ εὐχερῶς ἀπό πάντα βουλόμενο, ἀλλ’ αὐτός θά καθυποβληθῇ εὐθύς ἀμέσως εἰς τό ἀνάθεμα, ἐάν δέν μεταμεληθῇ· διότι λέγει, ἄν κανείς κηρύττῃ διαφορετικόν ἀπό ἐμᾶς Εὐαγγέλιον ἄς εἶναι ἀνάθεμα”. Ἐπίσης εἰς τήν τρίτην πρός Ἀκίνδυνον ἐπιστολήν του ἀναφέρει πώς, ὅποιος ἀκολουθεῖ τήν αἱρετικήν διδασκαλίαν του, καί διχοτομεῖ τήν μίαν θεότητα εἰς κτιστήν καί ἄκτιστον (δηλαδή κηρύττει αἵρεσιν), αὐτός ὁ ἴδιος διχοτομεῖ τόν ἑαυτόν του ἀποκοπτόμενος ἀπό τήν Θείαν Χάριν καί ἀποσπᾶται τελείως ἀπό τούς εὐσεβεῖς, ὄχι λιγότερο ἀπ’ ὅτι οἱ αἱρετικοί, Ἄρειος, Εὐνόμιος καί Μακεδόνιος, ἴσως καί περισσότερον!!!
Σημαντική εἶναι καί ἡ ἀναφορά τοῦ Ἁγίου καί εἰς τήν ὑψίστης σημασίας κατοχήν τῆς Ἀληθείας τῆς πίστεως, καθότι ἀποτελεῖ τόν συνδετικόν κρίκον τοῦ πιστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἡ ἀπομάκρυνσίν του ἀπ’ αὐτήν τόν τοποθετεῖ αὐτομάτως ἐκτός της! Πράγματι, μᾶς λέει, ”κι ἄν ἐξαπατήσουν μερικούς καί τούς παρασύρουν, ὅποιοι καί ὅσοι κι ἄν εἶναι, ἐκείνους μέν τούς ἀπομακρύνουν ἀπό τήν ἱεράν Ἐκκλησίαν, αὐτή ὅμως μένει ἐξ ἴσου ἀσφαλής καί ἀκράδαντος, ἐστηριγμένη σταθερά εἰς ὅσα στηρίζεται ἡ ἀλήθεια. Διότι οἱ ἀνήκοντες εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὀπαδοί τῆς ἀληθείας καί ὅσοι δέν ἀνήκουν εἰς τήν ἀλήθειαν, δέν ἀνήκουν οὔτε εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ”.
Εἶναι φανερόν ἐκ τῶν λόγων αὐτῶν τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, πώς ὅσοι ἀπομακρύνονται ἀπ’ τήν ἀλήθειαν, αὐτομάτως ἐκβάλουν τούς ἑαυτούς ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, δίχως ἄλλην διαδικασίαν, δίχως νά περιμένουν σύγκλησιν Συνόδων κ.τ.λ.! Πῶς λοιπόν φλυαροῦν κάποιοι περί αἱρετικῶν ἐντός Ἐκκλησίας, τούς ὁποίους μάλιστα δέν τούς κουνᾶς μέ τίποτε ἀπό ἐκεῖ, ὅ,τι καί ὅσας κακοδοξίας καί ἄν ξεστομίζουν, ὅσας βλασφημίας κατά τῆς πίστεως καί ἄν ξερνᾶν, μέ τήν πρόφασιν τοῦ ἀκρίτου; Δέν γνωρίζουν ὅτι ἐφ’ ὅσον καταδικασθεῖ κάποια αἵρεσις οἱ ἀποφάσεις της εἶναι διαχρονικές καί δέν χρειάζεται νά ἐπαναλαμβάνονται κάθε φορά ὅπου κάποιος τήν ἐνστερνισθῇ εἰς τό μέλλον; Μάρτυρας διά τήν διαχρονικότητα τῆς ἰσχύος τῶν ἀποφάσεων εἶναι καί πάλι ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ὁ ὁποῖος ἐκφράζων τήν γνώμην τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρει εἰς τόν πρῶτον Ἀντιρρητικόν λόγον του τά ἐξῆς: ”...τό γράμμα (τῆς Συνόδου), ἐπιτιμᾶ ἐκεῖ φανερά ὄχι τούς προηγουμένως ἀπολογηθέντας, ἀλλά ἐκείνους ὅπου ἀνακινοῦν εἰς τό ἐξῆς ζητήματα...”
Ἕνας ἄλλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπου θεωρεῖται αὐθεντία στά θέματα αὐτά εἶναι ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὁ ὁποῖος ἔζησε καί ἐμεγαλούργησε μέ τούς ὁμολογιακούς του ἀγῶνες κατά τήν δευτέραν φάσιν τῆς εἰκονομαχίας.
Μετά τήν ἑβδόμην Οἰκουμενικήν Σύνοδον καί τήν καταδίκην τῆς εἰκονομαχίας, ἐπῆλθε εἰρήνη καί ἡ Ὀρθοδοξία ἀποκατεστάθη. Ἡ Σύνοδος ἀφοῦ ἀναθεμάτισεν τήν αἵρεσιν καί καθῄρεσεν τούς ἀμετανοήτους εἰκονομάχους, ἐδέχθη κατ’ οἰκονομίαν ὅσους μετεμελήθησαν εἰλικρινῶς καί τούς ἀπεκατέστησεν εἰς τήν ἱερωσύνην διά χειροθεσίας. Ἡ εἰρήνη ὅμως εἰς τήν Ἐκκλησίαν δέν ἐκράτησε πολύ, διότι μετά ἀπό κάποιο χρονικόν διάστημα ὀλίγων ἐτῶν τά ζιζάνια ἄρχισαν καί πάλι νά ἀναφύονται ἐπιδιώκοντας ξανά τήν ἀνασύστασιν τῆς αἱρέσεως. Οἱ περισσότεροι ὅπως πάντα, ἀνώτεροι καί κατώτεροι κληρικοί φοβούμενοι ἤ καί ἐπειδή εἶχον κρυφίως μέσα τους τό μίασμα τῆς αἱρέσεως, ἀκολούθησαν τούς ὑποκινητάς τῆς αἱρέσεως. Ὀλίγοι ἦταν αὐτοί ὅπου ἔμειναν σταθεροί εἰς τήν Ὀρθόδοξον πίστιν τους καί μέσα εἰς αὐτούς καί ὁ ἅγιος Θεόδωρος μέ τήν μοναστικήν συνοδείαν του. Ὁ ἅγιος ὑπέστη τρομερούς διωγμούς καί βασανιστήρια διά νά ἀρνηθῇ τήν πίστιν του καί ἀκολουθήσῃ τούς συγχρόνους του εἰκονομάχους, οἱ ὁποῖοι μάλιστα ἦσαν μέν ὑποκείμενοι εἰς τά διαχρονικά ἀναθέματα τῆς Ζ’ οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλά ἔφεραν κανονικῶς τήν διαδοχήν τῆς ἱερωσύνης, ἀφοῦ δέν εἶχαν καθαιρεθεῖ ἐκ νέου ἀπό κάποια Ὀρθόδοξον Σύνοδον. Ἦσαν δηλαδή ἄκριτοι, ὅπως ἀκριβῶς καί οἱ σημερινοί νεοημερολογίτες, οἱ ὁποῖοι ναί μέν ἔχουν ἐκκλησιαστικήν κοινωνίαν μέ ὅλας σχεδόν τάς καταδικασμένας καί κεκριμένας αἱρέσεις τοῦ κόσμου ὑπό Οἰκουμενικῶν καί Πανορθοδόξων Συνόδων, ἀλλά δέν ἔχουν καταδικαστεῖ ξεχωριστά καί καθαιρεθεῖ ἐπισήμως ἀπό κάποια νεωτέραν Ὀρθόδοξον Σύνοδον. Ὁ Ἅγιος ὅμως, κυρίως μέσα ἀπό τάς ἑκατοντάδας ἐπιστολάς του, μᾶς δίνει τό στίγμα τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας ἀπέναντι εἰς τάς φλυαρίας περί ἀκρίτων αἱρετικῶν, ὅπου ἐνστερνίζονται σήμερα κάποιοι νεόκοποι ἀντιοικουμενιστές ”θεολόγοι”.
Εἶναι πολλά τά παραδείγματα ὅπου συναντοῦμε εἰς τά συγγράμματά του, εἰς τά ὁποῖα εἶναι πασιφανεστάτη ἡ ἀντιμετώπισις τῶν εἰκονομάχων ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων, χωρίς καμία διάκρισιν ἀνάμεσα εἰς κεκριμένους καί ἀκρίτους. Χαρακτηριστικόν εἶναι τό παράδειγμα, ὅπου ὁ Ἅγιος ἐρωτᾶται ἀπό κάποιον ἡγούμενον περί τινῶν ἱερέων ἐπιστρεψάντων ἀπό τήν αἵρεσιν, τόν τρόπον ὅπου θά τούς δεχθοῦν καί πάλιν εἰς κοινωνίαν. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ἀποφαίνεται τά ἐξῆς: ”Ἡ συμβουλή μας εἰς τήν ἐρώτησιν τοῦ κυρίου ἡγουμένου εἶναι αὐτή, ὥστε μέχρι τήν ἑορτήν τῶν ἁγίων Ἀποστόλων νά ἀπαλλαγοῦν ὅλοι ἀπό τό ἐπιτίμιον καί νά συμμετάσχουν εἰς τά μυστήρια. Ὅμως οἱ ἱερεῖς νά μή τελοῦν τά τῆς ἱερωσύνης, μέχρι νά συγκληθῇ ὀρθόδοξος σύνοδος, κατά τήν ὁποίαν θά δοθῇ κάθε ἄφεσις καί κάθε χαρά. Ἀλλά ὅλοι μαζί, σάν ἁπλοί μοναχοί, εἴτε εἶναι ἱερωμένοι, εἴτε ὄχι, νά εὐλογοῦν καί νά εὐλογοῦνται, καί νά εὔχονται καί νά δέχονται εὐχές”.
Εἰς ἄλλην ἐπιστολήν ἀπολογούμενος εἰς κάποιον ἡγούμενον διά τήν ἐπιβολήν ἐπιτιμίων ὅπου ἔβαλεν εἰς μεταμεληθέντας αἱρετικούς, λέει τά ἐξῆς σημαντικά: ”Καί διά νά μιλήσω συνοπτικά, ὁ ἱερέας ὅπου μέ ὑπογραφήν ἤ μέ κοινωνίαν μέ τούς αἱρετικούς νικήθηκε, ἤ ὁ διάκονος, νά ἐμποδίζεται τελείως ἀπό τήν ἱερουργίαν, ἀλλά καί ἀπό τήν κοινωνίαν. Μετά τήν λῆξιν ὅμως τοῦ ἐπιτιμίου νά κοινωνῇ βεβαίως τῶν μυστηρίων, ἀλλά ὄχι καί νά λειτουργῇ, μέχρι τήν ἁγίαν σύνοδον. Καί νά εὐλογῇ ἤ νά προσεύχεται ὡς ἁπλός μοναχός, ὄχι ὅμως ὡς ἱερωμένος, ἀλλὰ καί αὐτό μετά τή λῆξιν τοῦ ἐπιτιμίου. Καί νά μή μπαίνῃ εἰς τάς ἐκκλησίας ὅπου κατέχονται ἀπό αἱρετικούς, οὔτε ἐὰν ἕνας ναός ἐλευθερωθῇ καί κρατεῖται ἀπό ὀρθόδοξον, ἀφοῦ ὅμως ἔχουν γίνει ἐκεῖ λειτουργίες αἱρετικές, νά μή λειτουργῇ ὁ ὀρθόδοξος χωρίς τήν λύσιν ὀρθοδόξου ἐπισκόπου”.
Βλέπομε λοιπόν τόν Ἅγιον καί εἰς τάς δύο περιπτώσεις νά θεωρῇ τούς ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν αἵρεσιν ἱερεῖς ἀνεπαρκεῖς διά νά τελέσουν Θείαν λειτουργίαν, ἐάν πρῶτον δέν ἀποκατασταθοῦν ἀπό Ὀρθόδοξον Σύνοδον, διά χειροθεσίας βέβαια, πρᾶγμα ὅπου σημαίνει, ὅτι ἡ χειροτονία τους ὅπου ἔγινε ἀπό αἱρετικούς εἰκονομάχους, ἔστω καί ἀκρίτους, ὅπως οἱ σημερινοί νεοημερολογίτες οἰκουμενιστές, ἦταν ἀνίσχυρες καί χρειαζόταν ἀποκατάστασιν. Μελετῶντας αὐτά τά δύο παραδείγματα ἔρχεται εἰς τό μυαλό μας ἡ σημερινή κατάστασις, ὅπου ἱερεῖς ἀκολουθοῦντες τό νέο ἡμερολόγιον ἤ ψευδοπαλαιοημερολογίτες ἁγιορεῖτες κ.ἄ. χειροτονηθέντες ἀπό οἰκουμενιστές ἐπισκόπους, πανθομολογουμένως ὡς παναιρετικούς, ἀποκόπτονται ἐξ αὐτῶν καί γίνονται δεκτοί χωρίς καμίαν διαδικασίαν ἀπό τούς λεγομένους νεοαποτειχισμένους, καί δή ἁγιορείτας!!!
Συμφώνως μέ τά λεγόμενα τῶν νεοαποτειχισθέντων οἱ χειροτονίες τῶν ἱερέων αὐτῶν εἶναι κανονικότατες, ἀφοῦ ἐτελέσθησαν ἐντός ἐκκλησίας καί ἀπό ἐπισκόπους ὅπου ἦταν μέν αἱρετικοί, ἀλλά εἶχαν Ἀποστολικήν διαδοχήν ἀπαρασάλευτον! Ἡ θολή αὐτή θεώρησις τῶν πραγμάτων ἀπό μέρους τους καί ἡ ἀδυναμία νά διαχωρίσουν τήν ἀλήθειαν ἀπό τό ψεῦδος, δυστυχῶς προκαλεῖ μεγάλη σύγχυσιν εἰς τούς πιστούς, ὅπου μένουν ἐνεοί μπροστά εἰς τό δίλλημα αὐτό. Δέν γνωρίζομεν τά κίνητρά τους, ἀλλά ἕνα εἶναι βέβαιον, ὅτι κάνουν μεγάλην ζημίαν εἰς τόν ἀγῶνα ἐνάντια εἰς τόν οἰκουμενισμόν, ἔστω καί ἄν αὐτό δέν τό παραδέχονται, ἀφοῦ ἀνατρέπουν καί παραποιοῦν κανόνας καί παραδόσεις αἰώνων τῆς Ἐκκλησίας μας. Εἶναι ἀπορίας ἄξιον πώς αὐτοί ὅπου παρουσιάζουν τούς ἑαυτούς τους σάν ἐκφραστάς τῆς γνησίας ἀποτειχίσεως, παραβλέπουν τόσο ξεκάθαρες μαρτυρίες Ἁγίων, ἐμμένοντες εἰς τάς θεωρίας κάποιων ἀμφιλεγομένων ”θεολόγων” τῆς ἐποχῆς μας, τύπου Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, Ἀριστ. Δελήμπαση κ.ἄ. Κάτω μάλιστα ἀπ’ αὐτήν τήν δοξασίαν τοῦ ”ἀκρίτου” κάποιοι ”ἀκαινοτόμητοι” ἐδέχθησαν τινάς ”νεοαποτειχισθέντες” ὡς λειτουργούς, πρίν ἀκόμη ἀπό τήν διακοπήν τοῦ μνημοσύνου τοῦ αἱρετικοῦ πατριάρχου!!! Ἀστεῖα πράγματα!
Πῶς θά μᾶς πείσουν λοιπόν, ὅτι ἀκολουθοῦν τούς Πατέρας, ὅταν αὐτοσχεδιάζουν καί ”μαγειρεύουν” κυριολεκτικῶς τάς δοξασίας τους, παρουσιάζοντες αὐτάς ὡς φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τήν στιγμήν ὅπου τόσο ἐξόφθαλμα τούς παραποιοῦν ἤ τούς παραβλέπουν; Τί ἔχουν νά προβάλουν ὡς δικαιολογίαν διά τήν ἄμεσον ἀποδοχή αὐτῶν τῶν ψευδολειτουργῶν, χωρίς νά ὑπολογίσουν τήν κανονικήν τάξιν, ὅπου ἐπιβάλει ἔστω καί ἕναν τυπικό κανόνα-ἐπιτίμιον, ὅπως καταδειχθῇ πώς ἔσφαλαν ὅλο αὐτό τό χρονικόν διάστημα ὅπου ἐπικοινωνοῦσαν ἀμέριμνοι μέ τούς οἰκουμενιστάς; Πῶς ἔτσι ξαφνικά, καί ἐνῶ εἶναι ὑπόλογοι ἐνώπιον τῶν ἱερῶν κανόνων διά τήν πολυχρόνιον παραβίασίν τους διά αἱρετικῆς κοινωνίας των, αὐτοί παρουσιάζονται ὡς ἥρωες καί ὁμολογητές χωρίς ἴχνος ἐνοχῆς-ντροπῆς;
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ἦταν κάθετος σχετικῶς μέ τούς ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν αἵρεσιν κληρικούς καί ὄχι μόνον. ”Καί ἐγώ λέγω· Ἐάν σύμφωνα μέ σᾶς μετά τήν ἄρνησιν, δηλαδή μετά τήν κοινωνίαν τῶν χριστομάχων, γίνονται ἀμέσως δεκτοί, καί χωρίς νά τούς ἐπιβληθῇ ἐπιτίμιον, γιατί κινδυνεύω ἄσκοπα μάταια κάθε ἡμέρα, καί δέν καταφεύγω εἰς τούς ἀντιθέτους, ἀπ’ ὅπου μπορῶ νά συνταχθῶ ἀμέσως μετά εἰς τούς ὀρθοδόξους μέ μετάνοια, χωρίς ἐπιτίμιον;” . Ἐπίσης καί εἰς τάς ἐρωταποκρίσεις του πρός Μεθόδιον μονάζοντα, ἀναφέρει τά ἐξῆς: Ἐρώτηση7η: Διά τούς μοναχούς καί κληρικούς ὅπου ὑπέγραψαν καί κοινώνησαν μέ τήν αἵρεσιν αὐτήν, πῶς πρέπει νά τούς δεχόμαστε· χωρίς ἐπιτίμιον, ἤ μέ ἐπιτίμιον, ἐάν ὁμολογοῦν ὅτι δέν λειτουργοῦν πιά. Καί ἐάν ἐπιτρέπεται εἰς ἐμᾶς νά βάλωμεν ἐπιτίμια. Ἀπόκριση: Εἶναι φανερόν ὅτι πρέπῃ νά τούς δεχόμαστε μετά τό ἐπιτίμιον. Πῶς δηλαδή, χωρίς νά ἐπιδείξουν τούς καρπούς τῆς μετανοίας τους, εἶναι δυνατόν νά εἶναι ἄξιοι νά ἑνωθοῦν μέ τό ὀρθόδοξον σῶμα; Τό νά ἐπιβάλωμεν καί ἐμεῖς ἐπιτίμια σ’ αὐτούς δέν ἀπαγορεύεται...” Δυστυχῶς κανένα ἀπό τά παραπάνω κριτήρια δέν πληροῦν οἱ νεοαποτειχισθέντες ἀπό τόν οἰκουμενισμόν κληρικοί, ὅπου ἔγιναν δεκτοί… μετά κιθάρας ψαλτηρίου καί τυμπάνων!
Καί πάλιν: “Ὅσο διά τόν πρεσβύτερον, διά τόν ὁποῖον παρήγγειλες νά μᾶς πῇ ὅτι εἶναι ἔτσι καί ἔτσι, καί ὅτι ἀπελευθερώθηκε ἀπό τή βαρβαρικήν αἰχμαλωσίαν, τά γνωρίζουμε, διατί τά ἔχουμε μάθει ὅλα ἀπό αὐτόν τόν ἴδιο. Ὅμως ὁ ἄνδρας δέν θέλει, δηλαδή δέν ἀνέχεται, νά προσαρμοστῇ μέ τό δικό μας τυπικόν. Διατί γνωρίζεις, θεοτίμητε, ὅτι μέ κοινήν ἀπόφασιν καί αὐτῶν ὅπου ἀκόμα βρίσκονται ἐπάνω στήν γῆν, καί τῶν ὁμολογητῶν ἐκείνων ὅπου πρόσφατα ἐξεδήμησαν πρός τόν Κύριον, ὁρίστηκε οἱ ἱερωμένοι ὅπου μιά φορά κυριεύθηκαν ἀπό τήν αἱρετικήν κοινωνίαν, νά ἐμποδίζονται ἀπό τήν ἱερουργίαν, μέχρι δηλαδή νά μᾶς ἐπισκεφθῇ ἡ πρόνοια ἀπό πάνω.
Καί πῶς θά μπορούσαμε νά τόν ἀπαλλάξωμεν ἀπό τόν κανόνα, καί μέ την ἀποδοχήν τοῦ ἑνός νά θεσπίσουμε νόμο πάνω ἀπό ὅλους τούς προηγούμενους ὅπου τό ἀπαγορεύουν, καί μέ αὐτό νά ἐνεργήσωμεν ἀντίθετα πρός τόν θεῖον καί πρώταρχον καθηγούμενον, ὁ ὁποῖος δέν ἐπιτρέπει γενικά σ’ αὐτούς οὔτε κοινό φαγητόν νά εὐλογοῦν, πόσο μᾶλλον νά κάνουν ἱεροπραξίες, καί νά σκανδαλίσουμε ἔτσι τούς ἄλλους ὁμολογητάς καί νά προκαλέσουμε διχόνοια σ’ αὐτούς ὅπου ἐπιμένουν εἰς τήν ἀκρίβειαν;
Καί ἐάν ἐνδεχομένως μερικοί ἔφτασαν μέ ἰδικήν τους ἀπόφασιν, ἐξαιτίας τοῦ περιορισμένου χρόνου καί τοῦ ἐξαναγκασμοῦ ἐκείνων ὅπου τό ζητοῦσαν, μερικούς ἀπό τούς πρεσβυτέρους μετά τό ἐπιτίμιον νά τούς ἀφήσουν ἐλευθέρους, εἰς ἐμᾶς δέν εἶναι δυνατόν νά τό κάνωμε αὐτό χωρίς τόν πρόεδρον, διατί νομίζουμε ὅτι ὁ λόγος τῆς ἀπαγορεύσεως εἶναι σωστός. Πῶς δηλαδή θά φανῇ ἡ διαφορά ἐκείνων ὅπου ἐπρόδωσαν τήν ἀλήθειαν, καί τῶν ἄλλων, αὐτῶν ὅπου ἀγωνίστηκαν γενναία, καί ἐκείνων ὅπου δέν προτίμησαν καθόλου νά ὑποφέρουν διά τό καλό; Καί ποῦ εἶναι ὁ Χριστός καί ὅπου ὁ Βελίαρ, τό φῶς καί τό σκοτάδι, ἐάν ὅλα εἶναι ἀνάμικτα, καί πρίν ἀπό τήν συνοδικήν ἀπόφασιν, ἄλλη ἀπόφασις, καί πρίν ἀπό τήν εἰρήνη, εἰρήνη;”.
Ἐάν λοιπόν οἱ νεωστί ἀποτειχισθέντες θέλουν νά εἶναι ἐκφραστές τοῦ ἁγιοπατερικοῦ πνεύματος καί ἐκκλησιολογίας, ὅπως ἔχουν αὐτοανακηρυχθεῖ, ἄς μᾶς ἐπιδείξουν τά ἔργα τῆς μετανοίας τους! Ἀντιθέτως, οὗτοι εἶναι εἰς ἄκρον ἐπιθετικοί καί ἐριστικοί ἀπέναντι εἰς τούς καταταλαιπωρημένους ἀπό τούς διωγμούς, καί κατά πολύ προγενεστέρους τους εἰς τόν ἀντιοικουμενιστικόν ἀγῶνα, γνησίους Ὀρθοδόξους· καθοδηγούμενοι καί ὑποδαυλιζόμενοι μάλιστα εἰς αὐτό καί ἀπό κάποιους πρώην ζηλωτάς ἁγιορείτας μοναχούς. Ἄς μᾶς ἀπαντήσουν λοιπόν οἱ ἀποδεχόμενοι αὐτούς ἀδιακρίτως, ἀπαίτησαν ἀπ’ αὐτούς κάτι ἀπό τίς προϋποθέσεις ὅπου θέτει ὁ Ἅγιος, ἤ ἔκαναν τά στραβά μάτια διατί τούς βολεύει οὕτως ἡ κατάστασις! Τό πρῶτον ἔργον λοιπόν τῆς μετανοίας τους, θά ἔπρεπε νά ἦταν ἡ προσωρινή παῦσις τῆς ἱερουργίας καί ἡ ἀναμονή συγκλήσεως Συνόδου, ὅπου θά τούς ἀποκαθιστοῦσε εἰς τό ἱερατικόν ἀξίωμα χωρίς κόλλημα, λόγῳ τῆς αἱρετικῆς προελεύσεως τῆς χειροτονίας τους καί τῆς πολυχρόνιας συμμετοχῆς τους εἰς τήν αἵρεσιν. Αὐτοί ὅμως ἀρνοῦνται ὅτι ἔχουν τό παραμικρόν κόλλημα καί ψεγάδι λόγῳ αἱρέσεως καί ἡ χειροτονία τους εἶναι καθ’ ὅλα κανονική καί ἀψεγαδίαστη! Ἄν ἰσχύει αὐτό, τότε εἰς τήν οὐσίαν δέν ὑπάρχει αἵρεσις ἐκεῖ ἀπ΄ ὅπου ἀποτειχίσθησαν· ἄρα δέν ὑπῆρχε λόγος ἀποτειχίσεως καί κατά συνέπεια δέν εἶναι ἀποτείχισις αὐτό ὅπου ἔκαναν ἀλλά ἀπόσχισις! Ὑπάρχει μεγάλη διαφορά ἀνάμεσα εἰς αὐτάς τάς λέξεις!
Κατά τόν ἅγιον Θεόδωρον ὅμως, δέν νοεῖται ἐπιστροφή ἀπό τήν αἵρεσιν χωρίς τάς προηγουμένας προϋποθέσεις, καθότι ἀκυρώνεται ὄχι μόνον ἡ Ὀρθόδοξος πρᾶξις, ἀλλά καί ἡ ἀξία τῶν ἀγώνων, ὅλων ἐκείνων ὅπου ὑπέφεραν ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας τόσα χρόνια, καθώς ἐξομοιοῦνται μέ ἐκείνους ὅπου ζοῦσαν μέ ἄνεσιν καί εἰρήνη μέ τούς αἱρετικούς. Ἄν εἶναι νά ἐπιστρέφουν σάν ἥρωες χωρίς καμιά συνέπεια διά τόν πρότερόν τους βίον, (ἀναρωτιέται ὁ Ἅγιος), τότε διατί ὁ ἴδιος ὑπέφερε μυρίους διωγμούς, φυλακίσεις καί ξυλοδαρμούς, ἐνῶ θά μποροῦσε καί αὐτός νά ἀκολουθήσῃ τούς αἱρετικούς καί νά ἐπιστρέψῃ μετά εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν ἀνεπιτίμητος; Πῶς θά μποροῦσε νά ξεχωρίσῃ ἀπό ἕναν αἱρετικόν, ὅταν καί οἱ δύο ἀντιμετωπίζονται ἐξ ἴσου ὅμοια; Θά πρέπῃ νά τονίζωμε συνεχῶς, ὅτι ὁ Ἅγιος ὁμιλεῖ πάντοτε διά ἀκρίτους αἱρετικούς, ὅπου δέν ἔχουν ὑποστεῖ καθαίρεσιν!
Ἕνα ἄλλο σημεῖον ὅπου πρέπει νά προσέξωμεν ἰδιαιτέρως εἰς τούς λόγους τοῦ Ἁγίου εἶναι, ὅτι ἡ ἔνταξις τῶν ἀποτειχισμένων ἀπό τήν αἵρεσιν εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν δέν πρέπει νά γίνεται ἀπό τόν καθένα ὅπως αὐτός βούλεται, ἀλλά βάσει τῶν προηγουμένων ἀποφάσεων τῶν Συνόδων καί τήν γνώμην ἀρχιερέων. Εἶναι φανερόν ἀπό τά ἀνωτέρω, ὅτι καί εἰς τόν καιρόν τοῦ Ἁγίου ὑπῆρχαν κάποιοι ὅπου μέ ἐπιπολαιότητα ἀποδεχόταν τούς τοιούτους ἀποτειχισμένους χωρίς πολλές διαδικασίες! Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ἀπέρριπτε ἀσυζητητί αὐτή τήν ἀντικανονικήν στάσιν, δηλώνοντας, ὅτι αὐτός δέν θά παραβῇ τόν κανόνα, καί ὅ,τι εἶναι νά γίνῃ, θά γίνῃ μέ τήν σύμφωνον γνώμην τοῦ Προέδρου, βάσει τῶν προειλημμένων ἀποφάσεων. Ἄν λοιπόν οἱ νεοαποτειχισμένοι ἐπιμένουν τόσο πολύ εἰς τό ἄκριτον τῶν οἰκουμενιστῶν, τότε ἄς σεβαστοῦν τό ἄκριτον καί εἰς τήν ἰδικήν τους περίπτωσιν, περιμένοντας τήν κρίσιν ὀρθοδόξων ἀρχιερέων, ὥστε νά ἐνταχθοῦν εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν νομοκανονικῶς καί ὄχι ἐκ τοῦ παραθύρου…
Μυστήρια ἀκρίτων αἱρετικῶν
Ἄς ἐξετάσωμεν ὅμως καί τήν στάσιν τῶν Πατέρων καί δή τοῦ ἁγίου Θεοδώρου, περί μυστηρίων, ὑπό αἱρετικῶν γενομένων, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦσαν κατεγνωσμένην αἵρεσιν, ἐνῷ ἦταν οἱ ἴδιοι ἀκόμη ἄκριτοι.
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ζοῦσε εἰς μίαν ἐποχήν ὅπου ἡ κατάστασις δέν διέφερε καί πολύ ἀπό τήν δικιά μας, καθώς δέν εἶχε νά ἀντιμετωπίσῃ μόνον τούς εἰκονομάχους αἱρετικούς, ἀλλά καί πάμπολλους ὀρθοδόξους μέ χλιαρό φρόνημα. Πολλοί ὀρθόδοξοι ἀκόμη καί κληρικοί, δέν εἶχαν ἀντιληφθεῖ τό μέγεθος τοῦ κινδύνου ὅπου ἐπέσυρε ἡ συγκατάβασις καί ἡ ἀσύστολος οἰκονομία μέ τούς αἱρετικούς· συνέτρωγαν, συμπροσευχόταν καί γενικότερα συναναστρεφόταν μαζί τους σάν νά ἐπρόκειτο περί κανονικῶν ὀρθοδόξων! Εἰς αὐτό ἴσως ἔπαιξε ρόλο καί τό πολυχρόνιον τῆς αἱρέσεως, ὅπου ἐκάλμαρε τόν ἀρχικόν ζῆλον τῶν πιστῶν καί ἐπέφερε κάποια ἀποχαύνωσιν εἰς τά ὀρθόδοξα αἰσθητήριά τους. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος μέ πολύ ἀγάπη καί ὑπομονή νουθετοῦσε δι’ ἐπιστολῶν καί προφορικῶς, τούς πιστούς νά ἀπέχουν ἀπό τήν κοινωνίαν τους, τονίζοντας τόν ψυχικόν κίνδυνον ὅπου διέτρεχον ἀπό τήν συναναστροφήν τους. Κυρίως ἐτόνιζεν εἰς τούς πιστούς νά ἀπέχουν ἀπό τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν, παρουσιάζοντας αὐτά, ὄχι σάν ψυχοσωτήρια, ἀλλά ὡς δηλητήρια ὅπου ὁδηγοῦν τόν χριστιανόν εἰς τήν αἰώνιον κόλασιν!
Ἡ κοινωνία ὅπου προσφέρουν οἱ αἱρετικοί ἔλεγε, ”δέν εἶναι κοινός ἄρτος, δηλαδή ψωμί καί νερό” (ὅπως θά λέγαμε σήμερα), ἀλλά ”φάρμακον”, δηλαδή δηλητήριον, τό ὁποῖον ὅμως δέν βλάπτει τό σῶμα, ἀλλά σκοτίζει καί ἀμαυρώνει τήν ψυχήν”. Τό κακό δηλαδή εἶναι μεγαλύτερον! Εἰς τήν συνέχειαν ἐξηγεῖ τόν λόγον ὅπου παρ’ ὅλην τήν ἐξωτερικήν ὁμοιότητα τῶν Ὀρθοδόξων μετά τῶν αἱρετικῶν εἰς τάς τελετουργίας, εἰς τά τυπικά καί εἰς τήν ἐξωτερικήν γενικότερα ἐμφάνισιν, τά τῶν αἱρετικῶν εἶναι μάταια καί τό χειρότερον, καταστροφικά διά τόν χριστιανόν. ”Τί καί ἐάν οἱ εὐχές τῆς λειτουργίας εἶναι τῶν ὀρθοδόξων, τί σημασία ἔχει αὐτό, ἐάν γίνεται ἀπό αἱρετικούς; Διατί δέν πιστεύουν ὅπως πίστευε ἐκεῖνος ὅπου τάς συνέταξεν, οὔτε καί πιστεύουν εἰς αὐτά ὅπου σημαίνουν οἱ λέξεις. Διατί ὁλόκληρος ἡ λειτουργία ἐξυμνεῖ τήν πίστιν, ὅτι ὁ Χριστός ἔγινε ἀληθινός ἄνθρωπος, ἐνῷ αὐτοί τό ἀρνοῦνται, ἄν καί τό λένε, ἐπειδή φρονοῦν νά μή ζωγραφίζεται αὐτός”. Βλέπουμε ξεκάθαρα ὅτι ὁ Ἅγιος ἐπίστευεν, πώς ἡ αἰτία ὅπου τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν ἦταν ἀνίσχυρα, δέν ἦταν τό ἄν εἶχαν κριθῇ ἤ ὄχι αὐτοί ὅπου τά τελοῦσαν, ἀλλά τό ἄν εἶχαν οἱ τελεσιουργοί τήν ἰδίαν πίστιν μέ τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν! Καί συνεχίζει λέγων: ”Ἔτσι λοιπόν οὔτε ἐδῶ πιστεύει αὐτά ὅπου λέγει, ἔστω καί ἄν ἡ λειτουργία εἶναι ὀρθόδοξος, ἀλλά αὐτός φλυαρεῖ ἀνόητα, ἤ μᾶλλον ἐξυβρίζει παίζοντας τήν λειτουργία, διατί καί οἱ γόητες καί οἱ ἐπαοιδοί χρησιμοποιοῦν θεϊκάς ὠδάς εἰς τάς δαιμονικάς τελετάς τους”.
Ἡ ὀρθή πίστις λοιπόν εἶναι τό κύριον αἴτιον τῆς τελειώσεως ἑνός Μυστηρίου καί ὄχι τά ἐξωτερικά σχήματα, ναοί, ἄμφια, τυπικά, κ. ἄ., τά ὁποῖα ἔχουν δευτερεύουσα σημασίαν. Ἀλλά πῶς νά ἔχουν κοινήν μέ τούς Πατέρας καί τήν Ἐκκλησίαν πίστιν εἰς τόν Χριστόν, ἀπό τήν στιγμήν ὅπου ἔχουν ὑπογράψει εἰς τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν, ὅτι ἀπό κοινοῦ μέ τούς ὑπολοίπους αἱρετικούς ἀναζητοῦν νά βροῦν τήν Ἀλήθειαν; Δηλαδή τόν Χριστόν! Δέν γνωρίζουν ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ Ἀλήθεια, ἀλλά ἡ Αὐτοαλήθεια; Οὐδεμία λοιπόν κοινήν πίστιν ἔχουν μέ τήν Ἐκκλησίαν!!!
Γράφοντας ἐπίσης ὁ Ἅγιος εἰς ἄλλον τινα πνευματικόν του τέκνον ἀναφέρει τά ἐξῆς: ”Ὥστε, ἐάν ἔγινε ἔτσι, νά μή ἀποφεύγωμεν νά κάνουμε λειτουργίες ὑπέρ αὐτοῦ εἰς τόν Θεόν, ἐάν ὅμως δέν ἔγινε τίποτε ἀπό αὐτά, ἀλλά κοινωνοῦσε μέ τήν αἵρεσιν καί δέν πρόλαβε νά κοινωνήσῃ τό σῶμα καί αἷμα τοῦ Κυρίου, ἐπειδή ὁ ἄρτος ἐκεῖνος ἦταν αἱρετικός καί ὄχι σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δέν τολμῶ νά πῶ νά γίνεται Λειτουργία διά αὐτόν (γιατί τά θεία δέν εἶναι παιχνίδια), διά νά μή ἀκούσῃ αὐτός ὅπου ζητᾶ διά τό θέμα αὐτό”. Δυστυχῶς δέν βρίσκεις σήμερα πολλούς νά τολμοῦν νά λένε τά πράγματα ὡς ἔχουν, μή φοβούμενοι νά χαρακτηριστοῦν ὡς φανατικοί. Ἄραγε πῶς θά ἀποκαλοῦσαν οἱ σημερινοί νεοαποτειχισμένοι τόν ἅγιον Θεόδωρον, ἄν ἀπέδιδε εἰς τά μυστήρια τῶν ἀκρίτων οἰκουμενιστῶν αὐτούς τούς χαρακτηρισμούς, ὅπου εἶχε δώσει κάποτε εἰς τούς συγχρόνους του ἀκρίτους εἰκονομάχους; Σίγουρα θά τόν ὠνόμαζαν ”Παραταξιακό”, ”Γ.ο.χ.ιστή”, ἤ μέ ὁτιδήποτε ἄλλο χαρακτηρίζουν καί συκοφαντοῦν ὅσους σημερινούς γνησίους χριστιανούς, ἔχουν τήν ἱκανότητα νά κατανοοῦν τήν Ὀρθόδοξον ἐκκλησιολογίαν, ἀλλά καί τήν παρρησίαν νά τήν ἐκφράζουν.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὅμως δέν σταματᾶ ἐδῶ· ἡ πύρινος γλῶσσα του σάν καταπέλτης ρίπτει τάς βολίδας του ἐπάνω εἰς τούς ἐπιπολαίους καί λοιπούς ὑποκριτάς τῆς ἐποχῆς του ὅπου δέν τούς ἔφθανε ἡ ἰδική τους κακομοιριά, ἤθελαν νά παρασύρουν καί τούς ὑπολοίπους μαζί τους εἰς τήν γέεναν τοῦ πυρός: ”Ἄς μάθουν λοιπόν αὐτοί ὅπου μέ τή βίαν σύρουν εἰς τήν κοινωνίαν ἐκείνους ὅπου δέν θέλουν, ὅτι αὐτό τό κάνουν μέ τρόπον εἰδωλολατρικόν· διατί δέν προσφέρουν τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ὅπου θυσιάστηκε ἑκούσια, ἀλλά ἀντιθέτως, τό σῶμα ὅπου ἔχει ἐμφάνισιν θυσιασμένου εἰς τά εἴδωλα, ὅπου ἀθέλητα θυσιάζεται εἰς τάς ἐναντίον τους φιλικάς εἰς τούς δαίμονας σπονδάς. Καί ὁ λόγος εἶναι ἀληθινός, καί ἡ ἀπόδειξις σαφής, καί κανένας δέν ἀκούει”. Εἶναι περιττόν νά ἀναφέρωμεν τά πάμπολλα παραδείγματα μέσα ἀπό τάς ἐπιστολάς τοῦ Ἁγίου, περί τῆς ποιότητας τῶν μυστηρίων τῶν ἀκρίτων αἱρετικῶν τῆς ἐποχῆς του, καθώς τά ὀλίγα ἐνδεικτικά ὅπου παρουσιάσαμε φτάνουν διά νά καταδείξουν τήν σημερινήν πραγματικότητα καί κατάστασιν.
Κοινωνία ἀπό τό αἱρετικόν ποτήριον
Κάποιοι σήμερα προσπερνοῦν αὐτά τά θέματα παριστάνοντας τόν ἀδιάφορον· διά τόν Ἅγιον ὅμως εἶχαν ζωτικήν σημασίαν, διότι ἡ μετοχή εἰς αὐτά τά μυστήρια ἐγκυμονοῦσαν πνευματικόν θάνατον διά τόν πιστόν χριστιανόν, ἀφοῦ ἡ μετάληψίς τους ἐπέφερε μολυσμόν καί ἐξομοίωσιν μέ τόν αἱρετικόν λειτουργόν ὅπου τά μετέδιδε. ”Διατί καμμιά ἐπικοινωνία (μᾶς λέει ὁ Ἅγιος), δέν ὑπάρχει τοῦ φωτός πρός τό σκότος. Οὔτε μέ τήν μερίδα τῶν ὀρθοδόξων νά κατατάσσεται αὐτός ὅπου δέν κοινωνεῖ μέ τήν ὀρθοδοξίαν ἀκόμα καί τήν τελευταίαν ὥραν. Ὅπου θά βρεθῇ, ἐκεῖ καί θά κριθῇ, καί ὅποιο ἐφόδιον ἔλαβε διά τήν αἰώνιαν ζωήν, μέ αὐτό καί θά συναριθμηθῇ”. Μέ ἁπλά λόγια: Αὐτός ὅπου κοινωνεῖ ἀπό τό ποτήριον τοῦ ”πατριάρχου” Βαρθολομαίου, γίνεται ὅμοιος μέ αὐτόν κατά πάντα, ἔστω καί ἄν διατείνεται ὅτι πιστεύει ὀρθοδόξως! Ἄν βρεθῇς εἰς τά τέλη σου νά κοινωνεῖς ἀπό αὐτόν, μέ αὐτόν θά σέ συναριθμήσῃ… φανταζόμαστε ποῦ!!!
Αὐτό ἀκριβῶς τονίζει καί εἰς ἄλλην ἐπιστολήν του ὁ Ἅγιος, λέγων: ”Ὅπως λοιπόν ὁ θεῖος ἄρτος ὅταν μετέχεται ἀπό τούς ὀρθοδόξους, κάνει ὅλους τούς μετόχους ἕνα σῶμα, ἔτσι λοιπόν καί ὁ αἱρετικός ἄρτος κάνει αὐτούς ὅπου μετέχουν εἰς αὐτόν ἕνα σῶμα ἀντίθετο ἀπό τόν Χριστόν· καί ἄς κενολογῇ μάταια ὁ κενολόγος μέ φθηνές δικαιολογίες διά νά δικαιολογήσῃ τόν ἑαυτόν του”. Ἡ κοινωνία λοιπόν τῶν αἱρετικῶν ἔχει τά ἀντίθετα ἀποτελέσματα ἀπό αὐτήν τῶν Ὀρθοδόξων, ἀφοῦ ἀντί νά σέ ἑνώσῃ μέ τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, σέ ἑνώνει μέ τόν ἀντίδικον, τόν Διάβολον!!! Τί λοιπόν ἔχουν νά ἀπαντήσουν οἱ θιασῶτες τῆς ἐγκυρότητας τῶν οἰκουμενιστικῶν μυστηρίων; Πῶς εἶναι δυνατόν τά πλήρης ”χάριτος” μυστήριά τους νά ὁδηγοῦν εἰς τά ἀντίθετα ἀποτελέσματα, ἔστω καί ἄν μετέχονται ἀπό εὐλαβεῖς πιστούς; Πῶς συνεχίζουν ἐπίσης, ἀκόμη καί μετά τήν ἀποτείχισίν τους, νά ἔχουν ἀκόμη εἰς τό ἁγιολόγιόν τους, πρόσωπα ὅπου πέθαναν εἰς τήν κοινωνίαν τῶν οἰκουμενιστῶν, ὅπως, Παΐσιος, Πορφύριος κ.ἄ.; Διατί δέν ἠκολούθησαν τό παράδειγμά τους, ἐφ’ ὅσον ἡ μετοχή εἰς τά αἱρετικά μυστήρια δέν ἐκώλυε τήν ἁγιότητάς τους;
Θά πρέπῃ ἐπίσης νά τονίσωμεν, ὅτι ἡ κοινωνία ἀπό τά χέρια τῶν νεοαποτειχισθέντων δέν διαφέρει ἰδιαίτερα ἀπ’ αὐτήν τῶν οἰκουμενιστῶν, ἔχουσα τάς ἰδίας πνευματικάς συνεπείας, ἐφόσον ἀρνοῦνται τήν διά χειροθεσίας Κανονικήν ἀποκατάστασιν τῆς ἐξ αἱρετικῶν ἱερωσύνης τους. Ἐάν δέν ἀναπαύονται μέ τούς ἤδη ὑπάρχοντας ἐπισκόπους τῶν γνησίων Ὀρθοδόξων (αὐτό εἶναι δικό τους θέμα), τότε ὡς προείπαμε, θά πρέπῃ νά σταματήσουν τήν ἱερουργίαν μέχρι τήν σύγκλησιν Συνόδου, ὅπου θά ἐπιληφθῇ τήν ἀποκατάστασίν τους. Τό πρόβλημα ὅμως δέν εἶναι μόνον αὐτό, ἀλλά κυρίως ἡ ἐμμονή τους ὅτι εἶναι ἐκκλησιολογικά ἐν τάξῃ, πρᾶγμα ὅπου δηλώνει ἀμετανοησίαν καί ἔλλειψιν ἀντιλήψεως τῆς πραγματικῆς καταστάσεως εἰς τήν ὁποίαν εὑρίσκονται· πρᾶγμα ἀνήκουστον διά κάποιον ὅπου μόλις ἐπέστρεψε ἀπό τήν αἵρεσιν!
Τό ἀνεξάλειπτον τῆς ἱερωσύνης, οἱ χειροτονίες τῶν καθῃρημένων καίἡ ἀποδοχή τῶν αἱρετικῶν εἰς τήν Ἐκκλησίαν
Τό ζήτημα τοῦτο περί τοῦ ἀνεξαλείπτου ἤ μή τῆς ἱερωσύνης, δέν ὑφίσταται εἰς τόν ὀρθόδοξον χῶρον, καθότι ποτέ δέν ἐτέθη ὡς πρόβλημα Θεολογικόν πρός λύσιν. Ἡ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πάντοτε ἐπίστευε πώς ὁ κληρικός, ἀνώτερος καί κατώτερος, ὅπου θά ὑποβληθῇ εἰς καθαίρεσιν διά κανονικά ἁμαρτήματα ἀφορῶντα τήν εὐσέβειαν ἤ τήν δικαιοσύνην, ἀπογυμνοῦται αὐτῆς κατατασσόμενος εἰς τόν τόπον τῶν λαϊκῶν. Στερεῖται δηλαδή παντελῶς τῆς ἱερωσύνης! Ἡ περί τοῦ ἀνεξαλείπτου τῆς ἱερωσύνης θεωρία εἶναι Παπικῆς προελεύσεως διεισδύσασα εἰς τόν ὀρθόδοξον χῶρον ἀρκετά ὄψιμα, κατά πρῶτον ἀπό τόν Γεώργιον Κεδρηνόν. Τό γεγονός αὐτό εἶναι ἀδιαμφισβήτητον, ἀφοῦ μαρτυρεῖται ἀπό πλῆθος πηγῶν μέσα ἀπό τήν ἐκκλησιαστικήν γραμματείαν, ἀλλά καί ἀπό τάς κανονικάς Διατάξεις καί Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας μας.
Εἶναι ἀλήθεια ὅμως ὅτι, ἡ περί ἀνεξαλείπτου θεωρία βρῆκε πρόσφορον ἔδαφος μέσα εἰς τούς θεολόγους τῶν τελευταίων χρόνων, ὅπου ἔσπευσαν νά τήν ἀναπαράγουν καί διαδώσουν· τοῦτο ὅμως ἐξηγεῖται μέσα ἀπό τό πλαίσιον τῆς περαιτέρω ἀλλοιώσεως τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας καί θεολογίας ἀπό τήν Παπικήν τοιαύτη, κυρίως κατά τούς μετά τό σχίσμα χρόνους. Ἡ ἄγνοια μάλιστα ἐπί τοῦ θέματος ἔχει κάνει πολλούς νά πιστεύουν ὅτι, πρόκειται περί ὀρθοδόξου θέσεως καί ὄχι διά κάποια εἰσαγόμενη ἀπό τόν Παπισμόν δοξασίαν, τήν ὁποίαν μάλιστα ἔχουν ἀναγάγει εἰς θέσιν δόγματος! Πουθενά μέσα εἰς τούς ἱερούς Κανόνες δέν θά συναντήσωμεν κἄν τήν φράσιν ”ἀνεξάλειπτος ἱερωσύνη”, παρά μόνον περί ἀπογυμνώσεως αὐτῆς, δηλαδή παντελῆ ἀφαίρεσιν!
Δυστυχῶς αὐτήν τήν κακογνωμίαν τήν ἔχουν σήμερα ὄχι μόνον νεωτερίζοντες θεολόγοι, ἀλλά καί πολλοί συντηρητικοί καί δή ἀποτειχισμένοι. Ὁ πρό ὀλίγων ἐτῶν ἐκλειπών π. Μάξιμος ἐξ Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅς καί θεωρεῖται διά τῶν γραπτῶν του μέντορας ὑπό τινῶν νεο-ἀκαινοτομήτων, ἔγραφε ρητῶς, ἀναπαράγων τήν Παπικήν αὐτήν πλάνην: “…μόνον μία Οἰκουμενική Σύνοδος διά συγκεκριμένης πράξεως καί ἀποφάσεως αὐτῆς εἶναι δυνατόν νά ἀποφασίσῃ ”ἐπίσχεσιν” τῆς ἀνεξαλείπτoυ πάντοτε Ἱερωσύνης ἀπό μίαν τοπικήν Ἐκκλησίαν καί νά ἀνακηρύξῃ ἄμοιρα θείας χάριτος τά Μυστήρια αὐτῆς”. Οἱ Κανόνες ὅμως τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι σαφεῖς, ὅταν ὁμιλοῦν περί τῆς οὐσίας τῶν καθαιρέσεων: “Ὁ δημοσίου κλοπῆς ἑαλωκώς περί τά λεγόμενα κεφαλαιώδη κλέμματα, εἰς Ἱερωσύνην οὐκ ἔρχεται· ἀλλ’ εἰ καί μετά ταύτην τῷ πάθει περιπέσειε τούτῳ τῆς Ἱερωσύνης ἀπογυμνοῦται, κατά τόν κε’ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων”. Ἐπίσης καί ἡ Πενθέκτη Σύνοδος ἀποφαίνεται τοιουτοτρόπως, ἀπορρίπτουσα τό πεπλανεμένον φρόνημα τοῦ π. Μαξίμου: “Καί εἰ μέν ἱερατικός ἐστιν ὁ παραβάτης τῶν ὁρισθέντων, ἀπογυμνοῦσθαι τοῦτον ἱερατικῆς ἀξίας προστάσσομεν, εἰ δέ λαϊκός, ἀφορίζεσθαι”. Ὡσαύτως ἀποφαίνεται καί εἰς ἕτερον Κανόνα:“Οἱ ἐπ’ ἐγκλήματι Κανονικοῖς ὑπεύθυνοι γινόμενοι, καί διά τοῦτο παντελεῖ τε, καί διηνεκεῖ καθαιρέσει ὑποβαλλόμενοι, καί ἐν τῷ τῶν λαϊκῶν ἀπωθούμενοι τόπῳ, εἰ μέν ἑκουσίως πρός ἐπιστροφήν ὁρῶντες, ἀθετοῦσι τήν ἁμαρτίαν, δι’ ἧς τῆς χάριτος ἐκπεπτώκασι, καί ταύτης τέλεον ἀλλοτρίους ἑαυτούς καθιστῶσι τῷ τοῦ Κλήρου κειρέσθωσαν σχήματι. Εἰ δέ μή τοῦτο αὐθαιρέτως αἱρήσωνται καθάπερ οἱ λαϊκοί, τήν κόμην ἐπιτρεφέτωσαν, ὡς τήν ἐν κόσμῳ ἀναστροφήν τῆς οὐρανίου ζωῆς προτιμήσαντες”. Σαφέστερο τοῦτο γίνεται εἰς τήν ἑρμηνεία τοῦ παρόντος Κανόνος: “Οἱ διά Κανονικά ἐγκλήματα, πορνείαν, θετέον, ἤ μοιχείαν, ἤ ἄλλα τοιαῦτα ἁμαρτήματα, τελείως καί παντοτεινά καθαιρεθέντες, καί λαϊκοῦ σχῆμα λαμβάνοντες Ἱερωμένοι, καί μετά τῶν λαϊκῶν ἱστάμενοι, προστάζει ὁ παρών Κανών, ὅτι, εἰ μέν αὐτοί θεληματικῶς μετανοήσουν, καί κάμνουν τελείαν ἀποχήν τῆς ἁμαρτίας, διά τήν ὁποίαν ἔχασαν τήν χάριν τῆς Ἱερωσύνης, ἄς κουρεύουσι τάς τρίχας τῆς κεφαλῆς…”.
Ὁ ἅγιος Νικηφόρος Πατριάρχης Κων/λεως, ἐρωτηθείς περί τοῦ αὐτοῦ ζητήματος ἀπαντᾶ ὡς ἐξῆς: “Ἐρώτησις ΙΓ’: Ἐάν ἐπίσκοπος ἐν ἐγκλήματι περιπεσών, ὑπό συνόδου καθαιρεθείη, εἶτα πάλιν χειροτονήσῃ πρεσβύτερον, ὁ δέ αὐτός πρεσβύτερος, ἐν μοναστηρίῳ παραγενόμενος, ὑπό τοῦ ἰδίου πατρός δέξηται ἐπιτιμίαν πρό χρόνων, καί μετά ἐνεργῇ ἐν τῇ ἱερωσύνῃ εἰ χρή δέχεσθαι τόν τοιοῦτον ἱερέα, εἰ ἀνέγκλητός ἐστι, δεόμεθα. Ἀπόκρισις: Προφανοῦς οὔσης τῆς ἀτοπίας, οὐδέ ἐπερωτῆσαι ὑμᾶς ἐχρῆν περί τοιούτου ἐγκλήματος· εἴρηκε γάρ Κύριος· Οὐ δύναται σαπρόν δένδρον, καρπόν καλόν ποιεῖν· οὐχ ὅτι ὑπό τοῦ ἰδίου ἡγουμένου, ἀλλά κἄν ὑπό ἁγίου τινός ἐπιτιμηθείς ὁ τοιοῦτος ἀπολέλυται τοῦ λειτουργεῖν· οὔτε γάρ αὐτός ἱερεύς, οὔτε ὁ λύσας ἅγιος· ἐπεί οὕτω, παρατραπήσεται πάντα τά κανονικά παραγγέλματα καί οἰχήσεται”.
Νά σημειώσωμεν πώς οἱ ὑποστηρικτές τῆς Δυτικόφερτης αὐτῆς δοξασίας πιστεύουν πώς μέ τήν καθαίρεσιν δέν ἀφαιρεῖται καί δέν ἀπογυμνώνεται τῆς ἱερωσύνης ὁ καθαιρεθείς, ἀλλά γίνεται ”ἐπίσχεσις” ταύτης, δηλαδή κατά κάποιον τρόπον ἀπενεργοποίησις!!! Ἡ ἰδία ἡ Ἱερωσύνη παραμένει ἀνέπαφος καί ἀνεπηρέαστος ἀπό τήν καθαίρεσιν, ὅσες φορές καί ἄν καθαιρεθῇ ὁ καθῃράμενος, ὅσος σοβαρός καί ἄν εἶναι ὁ λόγος αὐτῆς τῆς καθαιρέσεως! Βεβαίως τό ἀποτέλεσμα τῆς καθαιρέσεως δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τό μέγεθος ἤ τό εἶδος τῆς ἁμαρτίας ὅπου διεπράχθη, ἀλλά ἀπό αὐτήν αὕτη τήν πρᾶξιν τῆς καθαιρέσεως. Ὁ Μέγας Φώτιος ἀναφερόμενος περί Πρεσβυτέρου παρά τήν γνώμην τῶν γονέων τά τέκνα αὐτῶν στεφανώσαντος, εἰς τήν ΠΓ’ ἐπιστολήν του, λέγει: “Διά τοῦτο καθαιρέσει μέν ὁ τοιοῦτος οὐχ ὑποβάλλεται, ἐπί χρόνον δέ τινα ρητόν τῆς ἱερουργίας ἐπισχεθήσεται, καί τήν ἐν τοῖς ἄλλοις ταλαιπωρίαν, νηστείαις τε φημί καί προσευχαῖς, ὑποστήσεται…”. Εἶναι καταφανέστατος ὁ διαχωρισμός τῆς καθαιρέσεως ἀπό τήν ἐπίσχεσιν τῆς Ἱερωσύνης· Ἡ καθαίρεσις εἶναι βαριά τιμωρία, ἐνῷ ἡ ἐπίσχεσις ἐλαφροτέρα καί σύντομος ἀργία. Εἶναι ἀδιανόητον πώς κάποιοι δέν μποροῦν νά ἐννοήσουν, ὅτι πρόκειται περί διαφορετικῶν πραγμάτων καί ἐξετρέπονται εἰς τοιαύτας φλυαρίας συγχέοντες τά ἀσύγχυτα! Ἄλλο ἐπίσχεσις, ἄλλο καθαίρεσις!
Εἰς τήν Θρησκευτικήν καί Ἠθικήν Ἐγκυκλοπαιδείαν, εἰς τό λῆμμα ”καθαίρεσις”, ἀναφέρονται τά ἐξῆς: “Ἡ καθαίρεσις εἶναι, εἰς τήν κλίμακα τῶν ἀποκλειστικῶς πλησσουσῶν τούς κληρικούς ποινῶν, ἡ βαρυτέρα. Διά τῆς ποινῆς ταύτης, ὁ κληρικός ἐκπίπτει τῆς τάξεώς του καί ἐπανέρχεται εἰς τήν προηγουμένην τῆς εἰς τόν Κλῆρον εἰσόδου του κατάστασιν, ἤτοι, ἄν ἀνῆκεν εἰς τόν κοσμικόν Κλῆρον, ἐπανέρχεται εἰς τήν τάξιν τῶν λαϊκῶν, ἄν δέ ἀνῆκεν εἰς τόν μοναχικόν Κλῆρον, ἐπανέρχεται εἰς τήν κατάστασιν τοῦ ἁπλοῦ μοναχοῦ…Ἡ καθαίρεσις στερεῖ τόν δι’ αὐτῆς τιμωρούμενον διά παντός ὅλων τῶν ἐξουσιῶν τῶν συνδεδεμένων μέ τόν βαθμόν ἱερωσύνης, τόν ὁποῖον εἶχεν. Ἡ ἀπογύμνωσις αὕτη εἶναι τόσον ὁλοκληρωτική, ὥστε ὁ ἔκπτωτος γενόμενος κληρικός ἀνήκει πλέον εἰς τήν τάξιν τῶν λαϊκῶν… ἡ καθαίρεσις ἔχει ὡς συνέπειαν νά ἐπανέρχεται ὁ ὑποστάς αὐτήν εἰς μίαν κατάστασιν, εἰς τήν ὁποίαν πλέον τίποτε δέν τόν διακρίνει ἀπό τούς λαϊκούς...” .
Εἰς τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι παντελῶς ἄγνωστος ὁ ὅρος ”Ἀνεξάλειπτος χαρακτήρ”· ἀντ’ αὐτοῦ χρησιμοποιοῦσαν ὁρισμούς ὅπως, ”σφραγῖδος ἀκαταλύτου”, ἤ ”μυστικῆς”, ἤ ”ἀθραύστου”, κ.ἄ., ἀλλά τοῦτο μόνον διά τό θεῖον Βάπτισμα καί ὄχι περί τῆς ἱερωσύνης
Νά σημειώσωμεν ἐπίσης ὅτι, ἡ ἀπαγόρευσις τῶν ἀναχειροτονιῶν, ὅπως καί ὁ γάμος μετά τήν καθαίρεσιν, σέ καμμιά περίπτωση δέν συνεπάγεται τόν ἀνεξάλειπτο χαρακτῆρα τῆς ἱερωσύνης, ἡ ὁποία ὅπως εἴδαμε ἀνωτέρω ἀπογυμνώνεται ἀπό τόν καθαιρεθέντα παντελῶς! Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικόν τό γεγονός ὅπου πιστοποιεῖ τά ἀνωτέρω, ὅτι ὅταν κάποιος κληρικός καθαιρεθῇ διά κάποιο παράπτωμα τοῦ ἐπιβάλλεται μόνον ἡ ποινή τῆς καθαιρέσεως καί ὄχι τοῦ ἀφορισμοῦ, ὅπως χρησιμοποιεῖται εἰς τούς λαϊκούς. Ἐάν ὅμως ὁ καθαιρεθείς κληρικός καί πλέον λαϊκός, ὑποπέσει ξανά σέ βαρύ παράπτωμα, τοῦ ἐπιβάλλεται ποινή ὅπου ἁρμόζει μόνον σέ λαϊκούς, δηλαδή ἀφορισμός! Ἄρα ἀντιμετωπίζεται ὑπό τοῦ δικαστηρίου ὡς λαϊκός πλέον, καί ὄχι ὡσάν κληρικός μέ ”ἐπισχεμένη” ἱερωσύνη! Ἐπίσης, θάπτεται ὡς λαϊκός!
Κάτω ἀπό τό ἴδιον πνεῦμα ἐκινοῦντο καί οἱ διατάξεις ὅπου ἐπέβαλον εἰς τόν ὑποπεσόντα εἰς παράπτωμα κληρικόν, πρῶτον νά καθαιρῇται ἀπό ἐκκλησιαστικά δικαστήρια, ὥστε νά τοῦ ἀφαιρῇται ἡ ἱερωσύνη, καί ἔπειτα νά παραδίδεται εἰς πολιτικά δικαστήρια διά τήν περαιτέρω τιμωρίαν. Σκοπός τούτου ἦταν ἡ ἀποφυγή βεβηλώσεως τῆς ἱερωσύνης, ὅπου ἔφερε ὁ καταδικασθείς κληρικός ἀπό τάς ταπεινώσεις καί λοιπάς τιμωρίας ὅπου θά ὑφίστατο κατά τόν χρόνον τῆς φυλακίσεώς του.
Εἰς τό ”Ἐκκλησιαστικόν Δίκαιον” τῶν καθηγητῶν Σπυρ. Τροϊάνου – Γεωργ. Πούλη, ἀναγράφονται τά ἐξῆςσημαντικά: “Ἡ ἀποβολή τῆς ἰδιότητας τοῦ κληρικοῦ εἶναι ἀνεξάρτητη, κατά ἄμεσο τοὐλάχιστον τρόπο, ἀπό τή βούληση τοῦ φορέα της, γιατί δέν χωρεῖ παραίτηση ἀπό τήν ἱερωσύνη (πρβλ. καί 7.1.3 γ’). Μόνον ὕστερα ἀπό (ἐκκλησιαστική) ποινική διαδικασία μέ τήν τελεσίδικη ἐπιβολή ποινῆς καθαιρέσεως στερεῖται ὁ κληρικός τήν (ἀρχ)ιερωσύνη του καί ἐπανέρχεται εἰς τήν τάξη, εἰς τήν ὁποία ἀνῆκε πρίν ἀπό τή χειροτονία, δηλαδή εἴτε τῶν λαϊκῶν εἴτε τῶν μοναχῶν. Αὐτό προκύπτει ἀπό τή σταθερή πρακτική ὅπου ἀκολούθησε εἰς τό πέρασμα τῶν αἰώνων ἡ Ἀνατολική Ἐκκλησία, παρά τό γεγονός ὅτι καί ἐδῶ ὑποστηρίχθηκε κατά καιρούς τό ἀνεξίτηλο τῆς ἱερωσύνης. Σύμφωνα μέ τό δόγμα αὐτό, ὅπου γίνεται ἀποδεκτό ἀπό τή Δυτική Ἐκκλησία, ὁ κληρικός δέν χάνει ποτέ τή θεία χάρη ὅπου ἀπέκτησε μέ τή χειροτονία· ἑπομένως καί οἱ πράξεις, ὅπου ἐπιχειρεῖ μετά τήν καθαίρεσή του εἶναι μέν ἀντικανονικές καί παράνομες, πάντως ὅμως ἰσχυρές”.
Εἶναι καταφανέστατον αὐτό ὅπου μόλις ἀναφέρθηκε! Ἡ ἱερωσύνη ἀποβάλεται μόνον κατόπιν καθαιρέσεως, καί ἀποτέλεσμα ἔχει τήν ἐπιστροφήν τοῦ καθαιρεθέντος εἰς τήν προτέραν του τάξιν· εἴτε τοῦ λαϊκοῦ, εἴτε τοῦ μοναχοῦ. Τό ἀνεξίτηλον ἤ ἀνεξάλειπτον τῆς ἱερωσύνης εἶναι Δυτικό δόγμα, εἰς τό ὁποῖον καί στηρίζεται κυριολεκτικῶς ἡ βάσις τῆς θεωρίας τῶν νεοαποτειχισμένων καί , περί ἐγκύρων μυστηρίων, τῶν ἐκτός Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τελεσθέντων, ὑπό ἀκρίτων αἱρετικῶν.
“Εἰς τόν χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας (συνεχίζουν οἱ δύο καθηγητές), ὅπου, ὅπως εἴπαμε πιό πάνω, δέν ἐπικράτησε τό δόγμα τοῦ ἀνεξίτηλου τῆς ἱερωσύνης,οἱ πράξεις τῶν καθῃρημένων θεωροῦνται ἀπόλυτα ἀνίσχυρες μέ ὅλες τίς συναφεῖς συνέπειες ἀπό πλευράς ἐκκλησιαστικῆς καί πολιτειακῆς νομοθεσίας (π.χ. Ἄρθρο 175 § 2 ΠΚ). Οἱ συνέπειες αὐτές παύουν (δέν ἀνατρέπονται ἀναδρομικῶς) μέ τήν ἀπονομή χάρης εἰς τόν καταδικασμένο σέ καθαίρεση σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 155 τοῦ Ν. 5383/32 (βλ. 11.2.7). Ἄν ἡ ἀπόφαση διά τή χάρη ἔχει ὡς περιεχόμενο τήν ἄφεση τῆς ποινῆς, ὁ καθῃρημένος ἀνακτᾶ αὐτόματα τήν κληρική ἰδιότητα ὅπου ἀπέβαλε μέ τήν καθαίρεση. Εἶναι αὐτονόητο ὅτι αὐτή ἡ ἐπάνοδος εἰς τήν τάξη τοῦ κλήρου εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς χάρης καί ὄχι ἐφαρμογή τοῦ δόγματος τοῦ ἀνεξιτήλου – ὅπως μερικοί ἰσχυρίζονται”. Αὐτή ἡ παράγραφος ρίχνει ἄπλετον φῶς καί καταρρίπτει τάς ἀνοησίας ὅπου λέγουν πολλοί ἡμιμαθεῖς, ὅτι ἡ ἀναγνώρισις τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν ὀφείλεται εἰς τόν ἀνεξάλειπτον χαρακτῆρα αὐτῶν, καί ὄχι εἰς τήν οἰκονομίαν ὅπου ἐφήρμοσε ἡ Ἐκκλησία διά νά τούς ἐπαναφέρῃ εἰς τάς τάξεις της. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει τήν πλήρη ἐξουσίαν νά ἀφαιρῇ καί νά ἐπαναφέρῃ τήν Θείαν Χάριν, ὅποτε αὐτή τό θεωρεῖ σκόπιμον πρός ὄφελος τοῦ συνόλου. Ὁ Κύριος ἄφησε εἰς τούς Ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς διαδόχους τους σαφεῖς ὁδηγίες διά τήν διακυβέρνησιν τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν δύναμιν τῆς ἐξουσίας. “Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐὰν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ὅσα ἐὰν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ”. Ἀλλοίμονον ἄν ἡ Θεία Χάρις ἦταν ἕρμαιον τοῦ κάθε αἱρετικοῦ καί βλασφήμου, καί ἐγκλωβισμένη κάτω ἀπό δικολαβισμούς παπικοῦ τύπου, περιμένοντας τήν ἀνάνηψιν τῶν ἰδίων παρανομούντων, διά νά συγκροτήσουν Σύνοδο, ὥστε νά καταδικάσουν τόν ἑαυτόν τους!
Τό νά βρεθῇ κάποιος ἐκτός Ἐκκλησίας καί νά ἀπωλέσῃ τήν Χάριν, δέν χρειάζονται πολλές… διατυπώσεις, ἀρκεῖ νά ἐκφράσῃ κάποια αἵρεσιν καί νά ἐμμείνῃ εἰς αὐτήν. Ὅλα τά ἄλλα γίνονται αὐτομάτως!!! Διά ἕναν κληρικόν τά πράγματα εἶναι χειρότερα, διότι δέν ἀποκόπτεται μόνον προσωπικῶς ἀπό τήν δοσμένην ἀπό τόν βλασφημούμενον Κύριον Χάριν, ἀλλά λόγῳ τῆς ἰδικῆς του πτωτικῆς καταστάσεως στερεῖ καί ἀπό τό ποίμνιό του τοιαύτη ἐπισκίασιν. Τό παράδειγμα τοῦ φωτιστικοῦ λαμπτῆρος εἶναι λίαν εὔστοχον, διά νά καταδείξῃ τήν κατάστασιν ἑνός ἀκρίτου αἱρετικοῦ, ὅπου ἀποτολμᾷ νά τελῇ τά Θεῖα Μυστήρια, ὑπάρχων ἀμετανόητος. Ὁ λαμπτῆρας αὐτός ὅταν δέν δέχεται παροχήν ἠλεκτρικοῦ ρεύματος παραμένει σβησμένος, ἀσχέτως ἄν ἡ ὑπόστασίς του ὡς λαμπτῆρος εἶναι ἀκεραία. Ἔτσι καί ὁ ἄκριτος κληρικός ὅπου μέ τήν κακήν του ὁμολογίαν ἐβγῆκε ἐκτός Ἐκκλησίας, ἔχει τήν διατήρηση τοῦ τύπου, ἀλλά ἀνενέργητον καί ἀδρανή, καθώς ἀπό μόνος του χωρίς τήν συνύπαρξη τῆς Χάριτος λογίζεται ὡς οὐδέν. Τά μυστήρια ὅπου ἐνεργεῖ δέν εἶναι ἰσχυρά, εἶναι ὅμως δυνάμει ἀποδεκτά ἀπό τήν Ἐκκλησία, μέ τήν προϋπόθεσιν τῆς ἐπιστροφῆς του στήν Αὐτήν. Παρόμοιος εἶναι καί ὁ τρόπος ἀποδοχῆς ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τοῦ βαπτίσματος πού τελεῖται ἐκτός Αὐτῆς. Τό ψευδοβάπτισμα ἔστω καί ἄν πληροῖ τόν ὀρθόδοξον τύπον θεωρεῖται παντελῶς ἀνυπόστατον, ἀλλά λαμβάνει κατ’ οἰκονομίαν ὐπόστασιν μόνον μέσα στά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ διακόπτης στήν προκειμένη περίπτωσιν πού ἀποσυνδέει καί ἐπανασυνδέει τόν λαμπτῆρα εἶναι ἡ δι’ ὀρθῆς ὁμολογίας πίστη, πού σέ εἰσαγει καί ἐξάγει τῆς Ἐκκλησίας καί κατόπιν ἡ Συνοδική Ἀπόφασις πού ἐπικυρώνει ἐπισήμως τό γεγονώς.
Ἡ Ἐκκλησία ὅπως εἴπαμε ἔχει τήν ἐξουσίαν ἐπί τῶν Μυστηρίων, καί ἐνεργεῖ εἰς κάθε περίστασιν ἀναλόγως, μέ γνώμονα πάντοτε τό συμφέρον της, εἰς τό πλαίσιον τῆς οἰκονομίας. Κάτω ἀπό αὐτό τό σκεπτικόν πολλές φορές ἀποδέχτηκε μυστήρια αἱρετικῶν ὅπου εἶχον πρό πολλοῦ καταδικαστεῖ καί καθαιρεθεῖ, χωρίς νά συλλογιστῇ ἄν αὐτοί ἦταν κεκριμένοι ἤ ἄκριτοι, ἤ ἄν τά μυστήριά τους ἦταν ἀνυπόστατα ἤ ἰσχυρά, ἄκυρα ἤ ἔγκυρα. Ὁ πρωταρχικός σκοπός της ἦταν ἕνας, νά τούς ἐπαναφέρῃ εἰς τήν Ἐκκλησίαν· τά ὑπόλοιπα εἶναι ἰάσιμα.
Τρανταχτό παράδειγμα ἡ ΣΤ’ Οἰκουμενική Σύνοδος, ὅπου εἰς τόν 95ον Κανόνα ἀποδέχεται παμπάλαιους ἀναθεματισμένους καί καθῃρημένους αἱρετικούς (Ἀρειανούς, Μακεδονιανούς, Ναυατιανούς, Τεσσαρεσκαιδεκαδίτες, Ἀπολιναριστές, κ.ἄ), μόνον διά τῆς ἐπιδόσεως Λιβέλλων καί τήν χρῖσιν ἁγίου Μύρου. Οὐδεμία ἀναχειροτονία ἤ ἐπανάληψις ἄλλου Μυστηρίου! Εἶναι Δόγμα εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ὅτι μόνον μέσα εἰς τά ὅριά της μποροῦν νά τελεσθοῦν ἔγκυρα κατά πάντα Μυστήρια· τά ἔξω αὐτῆς τελούμενα εἶναι παντελῶς ἄκυρα καί ἀποβλητέα, οἰκονομητέα ὅμως τινῶν ἐξ αὐτῶν κατά περίστασιν. Ἅπαξ καί ὁ κληρικός ἐβγῆκεν ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, ἡ Χάρις σταματᾶ νά ἐπισκιάζῃ αὐτόν, ὄχι μόνον προσωπικῶς, ἀλλά καί τά μυστήριά του, ἔστω καί ἄν ἡ Ἐκκλησία δέν προέβη ἔτει εἰς τήν ἄμεσον ἀφαίρεσιν τῆς ἱερωσύνης του διά τῆς καθαιρέσεως.
Αὐτό βεβαίως δέν μποροῦν νά τό ἀντιληφθοῦν οἱ ἀντιλέγοντες, προβάλλοντες συνεχῶς τό ἐξῆς ἐπιχείρημα: Ἐάν λέγουν οἱ χειροτονίες καί κατ’ ἐπέκτασιν τά ὑπόλοιπα μυστήρια τῶν ἐκτός ἐκκλησίας εἶναι ἀνίσχυρα, τότε διατί ἡ Ἐκκλησία προβαίνει εἰς τήν καθαίρεσιν ὄχι μόνον τῶν χειροτονούντων, ἀλλά καί τῶν χειροτονουμένων, ἤ κατά τήν ἐπανένταξίν τους δέν τούς ἀναχειροτονεῖ; Ἡ ἀπάντησις εἶναι ἁπλή!
“Μὲ βάσῃ τὴν ἀρχὴ ὅτι εἰς τό μεῖζον περιέχεται καὶ τὸ ἔλασσον, ὑποστηρίζεται – ὀρθῶς – ὅτι ἡ ἑκούσια ἔξοδος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία (καὶ μάλιστα εἰς τάς περιπτώσεις ὅπου ἔχει ἐπιβληθεῖ ἀφορισμὸς) ἐπιφέρει χωρὶς ἄλλο καὶ τὴν ἀποβολὴ τῆς ἰδιότητας τοῦ κληρικοῦ ὅπου τυχὸν εἶχε τὸ πρώην μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀντίθετη λύσῃ θὰ ἦταν τελείως παράλογη. Ἀλλὰ διά λόγους ἐκκλησιαστικῆς τάξῃς σκόπιμο θὰ ἦταν νά προβαίνει ἡ Ἐκκλησία καὶ σὲ καθαίρεση τοῦ ἐξερχόμενου ἀπό τίς τάξεις τῆς, ὥστε σὲ περίπτωση ἄρσης τοῦ ἀφορισμοῦ ἢ ἐνδεχομένης ἐπανόδου τοῦ τέως ὀρθοδόξου εἰς τούς κόλπους της, νά μὴν ἀνακτᾷ αὐτὸς αὐτόματα καὶ τὴν ἰδιότητα τοῦ κληρικοῦ”. Ἐπάγει: “Ἡ ἐν προκειμένῳ ἐφαρμογή τῆς οἰκονομίας ἀναφέρεται τόσον εἰς τό σημεῖον τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς τοιαύτης χειροτονίας γενικῶς, διότι αὕτη θεωρεῖται καί πρέπει νά θεωρῆται ἀπό τῆς Ἐκκλησίας ὡς μηδέποτε γενομένη, ὅσον εἰς τό σημεῖον τοῦ δυνατοῦ τῆς κατ’ οἰκονομίας μή ἐπαναλήψεως τῆς χειροτονίας, ἄν ποτέ ἐδημιουργεῖτο ζήτημα, μετά τήν χορηγηθεῖσαν συγγνώμην, χρησιμοποιήσεως τοῦ οὕτως ἀνωμάλως χειροτονηθέντος ὡς κληρικοῦ. Εἰς τήν περίπτωσιν ταύτην τήν οἰκονομίαν δέν θά ἠδύνατο, νά χορηγήσῃ ὁ οἰκεῖος ἐπίσκοπος, ἀλλ’ ἡ σύνοδος, ἤ μᾶλλον τό ἁρμόδιον Ἐκκλησιαστικόν δικαστήριον, ὅπερ καί μόνον ἔχει τό δικαίωμα νά ἄρῃ ἤ τροποποιήση τήν ποινήν. Τό αὐτό προκειμένου περί κατ’ οἰκονομίαν μή ἐπαναλήψεως τῆς χειροτονίας τοῦ ὑπό καθῃρημένου Ἐπισκόπου χειροτονηθέντος κληρικοῦ, ἀνεξαρτήτως τῆς ἄρσεως ἤ τροποποιήσεως τῆς ποινῆς τοῦ καθαιρεθέντος ἐπισκόπου. Ἡ Ἐκκλησία κατά ταῦτα δύναται οἰκονομίᾳ χρωμένη, κατ’ ἀναλογίαν τῆς μή ἀναχειροτονήσεως τοῦ ὑπ’ αὐτῆς τυχόν συγχωρουμένου καθῃρημένου ἐπισκόπου, νά μή ἀναχειροτονήσῃ τόν οὑτωσί χειροτονηθέντα ὑπό τοῦ καθῃρημένου ἐπισκόπου. Ἐκ τούτου ἐξάγεται ὅτι ἡ τυχόν ἄρνησις ἐφαρμογῆς τῆς οἰκονομίας θά εἶχεν ὡς συνέπειαν δυναμικῶς τήν τοῦ ἐκ καθῃρημένου ἐπισκόπου προελθόντος κληρικοῦ ἀναχειροτόνησιν, ἐφ’ ὅσον μάλιστα παρ’ ἡμῖν οὐδείς λόγος περί του ἀνεξαλείπτου τῆς ἱερωσύνης (character indelebilis) δύναται νά γίνῃ, τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν μή ἀποδεχθείσης τοιαύτην διδασκαλίαν, οὐδέ κἄν σχετικήν θεωρίαν διά τῆς θεολογίας αὐτῆς ἀναπτυξάσης”.
Δέν εἶναι λοιπόν ἡ ἰσχύς τῶν μυστηρίων, αὐτή ὅπου κάνει τήν Ἐκκλησίαν νά τά μεταχειρίζεται τοιουτοτρόπως, ἀλλά ἡ ἐκκλησιαστική τάξις, ὅπου ἐπιβάλλει αὐτήν τήν τακτικήν καί ἡ δυνατότητα τῆς χρήσης Οἰκονομίας. Εἶναι σημαντικό νά ποῦμε, ὅτι μέ τόν τρόπον αὐτόν τῆς καθαιρέσεως τῶν ὑπό καθῃρημένων χειροτονουμένων, γνωστοποιεῖται καί εἰς τό εὐρύ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ κατάσταση ὅπου περιῆλθαν τά σεσηπότα αὐτά μέλη της, ὥστε οἱ λοιποί νά προφυλάσσονται ἐξ αὐτῶν. Διαφορετικῶς θά μποροῦσαν νά κινοῦνται διακριτικῶς ἀναμέσον τοῦ ποιμνίου, ἄγνωστοι ὄντες εἰς τούς πολλούς, ὡς τυχοδιῶκτες, ἤ ἄν ἦσαν αἱρετικοί, διαδίδοντες τάς κακοδοξίας τους διαφθείροντας τούς πιστούς. Ἡ γνωστοποίησις λοιπόν τῶν ψευδοποιμένων εἶναι μείζονος σημασίας! Ἐκ τούτου ἡ καθαίρεσις τῶν ἐκτός Ἐκκλησίας εἶναι ἀναγκαία, ἀλλά ὄχι οὐσιώδης ὅσον ἀφορᾶ τήν Ἀποστολικήν Διαδοχήν καί τήν ἰσχύν τῶν μυστηρίων τους. Τά ὑπό τῶν αἱρετικῶν, ἤ ὑπό καθῃρημένων λοιπόν μυστήρια ἀντιμετωπίζονται ὡς ἀνίσχυρα, καί ἡ τυχόν ἀποδοχή τους σημαίνει, ὄχι τήν ἀναγνώρισιν τῆς ἐγκυρότητος αὐτῶν καθ’ αὐτῶν, ἀλλά ἕνεκα οἰκονομίας λόγῳ τῆς ἐπανεισδοχῆς τῶν τελούντων αὐτά εἰς τό σῶμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Δι’ αὐτό καί σέ περίπτωσιν ὅπου ἡ Ἐκκλησία ἔκρινε προσφορότερον νά ἐφαρμοστῇ ἡ ἀκρίβεια, τότε αὐτές οἱ ἴδιες χειροτονίες, θά ἐτελοῦντο ἐξ ἀρχῆς, χωρίς αὐτό βεβαίως νά λογισθῇ ὡς ἀναχειροτονία.
Εἶναι καταφανέστατη λοιπόν καί ἡ ἐξῆς ἀντίφασις εἰς τήν ὁποίαν ἐκπίπτουν οἱ ὑποστηρικτές τῆς Ἀνεξαλείπτου χειροτονίας, ἀφοῦ ἀπό τήν μιά δοξάζουν, ὅτι οἱ χειροτονούμενοι ὑπό καθῃρημένων ἔχουν ἰσχυρές χειροτονίες, διό καί γίνονται δεκτές ἄνευ ἀναχειροτονίας, καί ἀπό τήν ἄλλην λέγουν πώς ἡ καθαίρεσις δέν ἀποτελεῖ ἀφαίρεσιν τῆς Ἱερωσύνης, παρά μόνον ἐπίσχεσιν τῆς χάριτος αὐτῆς! Ἄν λοιπόν ὑπάρχει ἐπίσχεσις τῆς Χάριτος κατά τήν καθαίρεσιν τοῦ χειροτονοῦντος, τότε πῶς μεταδόθηκε ἡ ἱερωσύνη εἰς τόν χειροτονούμενον παρακεκωλυμένης τῆς Χάριτος, καί διατί κόπτονται ὑπέρ τῆς ἐγκυρότητος αὐτῆς; Ἄρα τό ἀποτέλεσμα τῆς χειροτονίας εἶναι ἐντελῶς ἀνυπόστατο, διότι ἡ Θεία Χάρις εἶναι αὐτή ὅπου ἐνεργεῖ τήν Ἱερωσύνην, καί ἄρα ὁ χειροτονῶν δέν μετέδωσε τίποτε!!! Εἴτε δηλαδή ἀφαιρεῖται ἡ Ἱερωσύνη κατά τήν καθαίρεσιν, εἴτε γίνεται ἐπίσχεσις τῆς Χάριτος τό ἀποτέλεσμα εἶναι ἀκριβῶς τό ἴδιον, διά τήν ποιότητα τῆς χειροτονίας ὅπου θά πραγματωθῇ, ἀσχέτως ἄν ὁ πράττων τήν χειροτονίαν ἔχει μέν Ἱερωσύνη, ἀλλά ἀνενέργητον. Ἡ Ἱερωσύνη λοιπόν καί ἡ Ἀποστολική Διαδοχή, ἔστω καί ἄν ἀποδεχθῶμεν τήν θεωρίαν τους, σταματᾶ εἰς τήν πρώτην γενιά τῶν καθῃρημένων, καί δέν μεταδίδεται πέραν αὐτῆς. Πῶς λοιπόν ὑποστηρίζουν ἰσχυρές χειροτονίες, ὄχι ἁπλῶς εἰς τούς ἐξ ἀρχῆς χειροτονημένους ὑπό καθῃρημένων ἤ αἱρετικῶν, ἀλλά καί εἰς τούς μετά πολλούς αἰῶνες ἐπιγόνους αὐτῶν; Διότι αὐτό λέγουν, ὅταν ἰσχυρίζονται πώς ἡ ἀποδοχή τῶν χειροτονιῶν αὐτῶν ἔγινε ὄχι κατ’ Οἰκονομίαν, ἀλλά λόγῳ πραγματικῆς μεταδόσεως τῆς Χάριτος, διά τῆς ὑπάρξεως τῆς ἱερωσύνης!
Ἕνας ἀπό τούς κύριους ”θεωρητικούς” αὐτῶν τῶν δοξασιῶν εἶναι καί ὁ ἐκλιπών Ἀριστ. Δελήμπασης, ὁ ὁποῖος μᾶς ἀφήνει πραγματικά ἀφώνους μέ τίς ἀντιφάσεις του. Εἰς ὅλον σχεδόν τό βιβλίον του ”Πάσχα Κυρίου”, προσπαθεῖ νά μᾶς πείσῃ διά τήν ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων, καθῃρημένων τε καί ἀκαθαιρέτων, αἱρετικῶν καί σχισματικῶν, καί πᾶσι λογῆς ”ἀκρίτων”! “’Τά Μυστήρια θεωροῦνται ἀνύπαρκτα καί ἀνυπόστατα, ὅτε ὁ τελῶν ταῦτα ἱερεύς ὑπέστη τό μέγα ἀνάθεμα, ὅ “οὐδέν ἕτερόν ἐστιν, ἤ χωρισμός ἀπό τοῦ Θεοῦ” καί “πάσης” “τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας”. Τοῦτο τό μέγα ἀνάθεμα ὑπέστη π.χ. ὁ αἱρεσιάρχης Νεστόριος, ὅν ἡ Γ’ Σύνοδος κατεδίκασε τελεσιδίκως “τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος καί παντός, συλλόγου ἱερατικοῦ”. Διό, ἐνῷ οἱ ἄλλοι καθαιρούμενοι καί “ἐν τῷ τῶν λαϊκῶν ἀπωθούμενοι τόπῳ”, ἤτοι συμπροσευχόμενοι “μέ τούς πιστούς”, “λαϊκῶν ἀνύσουσι (θά ἐπιτελέσωσι) διαγωγήν”, οἱ τιμωρούμενοι διά τοῦ μεγάλου ἀναθέματος λογίζονται ὡς ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας λαϊκοί. Δηλαδή, οἱ πρῶτοι τίθενται εἰς τόπον λαϊκῶν ὡς καθῃρημένοι κληρικοί, οἱ δέ δεύτεροι γίνονται λαϊκοί”. Δυστυχῶς, ἀδυνατοῦμε νά κατανοήσωμεν τό σκεπτικόν του καί τήν ἐκκλησιολογίαν ὅπου βασίζεται! Ἐνῷ ἐπί τέλους ἀναφέρει τήν ὕπαρξιν ἀνυποστάτων μυστηρίων εἰς τούς καταδικασμένους αἱρετικούς, ἀποδίδει ὅμως αὐτήν, μόνον εἰς τήν ἐπιβολήν τοῦ μεγάλου ἀναθέματος καί ὄχι εἰς τήν καθαίρεσιν ὅπου τούς ἐπέβαλεν ἡ Σύνοδος! Διαχωρίζει μάλιστα καί τήν τάξιν εἰς τήν ὁποία καθίστανται· ἄλλο εἶναι λέγει, τό ἀποτέλεσμα τῆς καθαιρέσεως καί ἄλλο τοῦ μεγάλου ἀναθέματος, ἀφοῦ τό πρῶτον τούς κατατάσσει εἰς τόν τόπον τῶν λαϊκῶν (διατηρῶντας βεβαίως τήν ἰδιότητα τοῦ κληρικοῦ), ἐνῷ τό δεύτερον σάν ἁπλούς λαϊκούς! Ἡ συνέπεια τῆς δευτέρας περιπτώσεως ὀφείλεται λέγει, εἰς τό ὅτι εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας. Θά μπορούσαμε νά σχολιάσωμεν ἐκτενῶς τούς ἀνωτέρω παραλογισμούς, ἀλλά θά ἐπικεντρωθῶμεν εἰς τό κυριότερον σημεῖον κατά τήν γνώμην μας. Αὐτό ὅπου καθιστᾷ λαϊκούς τούς καταδικασμένους αἱρετικούς λέγει, εἶναι τό ἀνάθεμα ὅπου τούς ἔβγαλε ἀπό τήν Ἐκκλησίαν· ἐμεῖς ὅμως γνωρίζουμε ἀπό τήν ἁγιοπατερικήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅτι ἐκτός Ἐκκλησίας βγαίνει αὐτός ὅπου θά ἀποδεχθῇ αἱρετικές διδασκαλίες, καί δή κεκριμένες, ὡς ὀρθές, ἀρνούμενος μάλιστα νά τάς ἀποβάλῃ ἐλεγχθείς. Τό ἀνάθεμα εἶναι ἡ ἐπισημοποίησις καί τό τελεσίδικον (δηλαδή τέρμα τό ”δίπορτο”) τῆς ἐξόδου ἀπό τήν Ἐκκλησίαν τοῦ ἑκάστοτε ἀμετανοήτου αἱρετικοῦ, καί ὄχι ἡ αἰτία! Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς εἶναι σαφέστατος ἀναφερόμενος εἰς τόν ἄκριτον πατριάρχην Κων/λεως Ἰωάννην Καλέκα, ὅταν λέγει: “Καί γάρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ὅλοι τῆς ἀληθείας εἰσί, καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες, καθάπαξ οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί”. Σέ μετάφραση: “ Διότι οἱ ἀνήκοντες εἰς τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὀπαδοί τῆς ἀληθείας καί ὅσοι δέν ἀνήκουν εἰς τήν ἀλήθεια, δέν ἀνήκουν οὔτε εἰς τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ”. Δέν ὑπάρχουν δύο ἔξοδοι ἀπό τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, μία διά τοῦ ἀναθέματος καί ἡ ἄλλη διά τῆς ἀπωλείας τῆς ὀρθῆς ὁμολογίας, ἤτοι τῆς ἀληθείας. Αὐτά εἶναι σοφίσματα διά νά στηριχθῇ ἡ πλάνη καί ἡ ἀντορθόδοξος ἐκκλησιολογία τους! Ὁ Κύριος μᾶς εἶπε πώς ἡ Ἐκκλησία συνίσταται ἀκόμη καί ἀπό δύο ἤ καί τριῶν ἀτόμων. Ἄν εἰς τήν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει ἡ περίπτωσις αὐτή νά συρρικνωθῇ τόσο πολύ, ὥστε νά φθάσῃ εἰς αὐτόν τόν ἐλάχιστον ἀριθμόν, τότε ποῖον ἀνάθεμα ἤ ποία Σύνοδος εἶναι αὐτή ὅπου ἐκβάλει τούς ὑπολοίπους τελεσιδίκως ἐκτός της; Διότι, ὁ Κύριος ἐδῶ, δέν πιστεύω νά χρησιμοποιῇ διά τούς ἐκτός Ἐκκλησίας, τόν Ὅρο ”δυνάμει”…! Εἷναι λοιπόν φανερόν ὅτι ἡ ἀπώλεια τῆς ὀρθῆς ὁμολογίας σέ βγάζει ἐκτός Ἐκκλησίας, καί ὄχι κάποιες τυπικές διατυπώσεις, ἀναγκαῖες ὅμως δι’ ἄλλους λόγους!!!
Τό συμπέρασμα ἐξ ὅλων αὐτῶν νομίζω εἶναι, ὅτι οἱ ὑποστηρικτές αὐτῶν τῶν ἀντορθοδόξων καί ξενόφερτων δοξασιῶν ἀποδέχονται τήν ἰσχύν ὅλων τῶν χειροτονιῶν, εἴτε αὐτές προέρχονται ἀπό καθῃρημένους, εἴτε ἀπό αἱρετικούς κεκριμένους· ἔστω καί ἄν δέν τολμοῦν νά τό παραδεχθοῦν φανερῶς!
Ἕνας ἄλλος ἐκ τῶν ὑποστηρικτῶν τῆς ἐγκυρότητος τῶν ὑπό καθῃρημένων τελουμένων μυστηρίων, λέγει τό ἐξῆς: “Ἡ ποινή τῆς καθαιρέσεως ἔχει σχέση μέ τό ζήτημα τοῦ ἀνεξαλείπτου ἤ μή τῆς ἱερωσύνης. Πολλοί κανονολόγοι ἔχουν τήν γνώμη, ὅτι ἡ ἱερωσύνη δέν ἔχει ἀνεξάλειπτο χαρακτῆρα καί συνεπῶς ἡ καθαίρεση ἀφαιρεῖ καί τό χάρισμα (τή χάρη) τῆς ἱερωσύνης. Ἄλλοι πάλι δέχονται, ὅτι, ἐπειδή τή χάρη τῆς ἱερωσύνης τή παρέχει ὁ Θεός, δέν μπορεῖ νά τήν ἀφαιρέσει ἄνθρωπος καί ἑπομένως εἶναι ἀνεξάλειπτη”.Εἶναι ἀδιανόητον πώς τέτοιες ἀνοησίες μποροῦν νά σταθοῦν ὡς ἐπιχειρήματα σοβαρά καί νά γίνουν μάλιστα καί πιστευτά ὑπό μεγαλοκαθηγητῶν πανεπιστημίων! Θά ἔπρεπε νά γνωρίζῃ ὅτι τά Μυστήρια τοῦ θεοῦ ἐπί τῆς γῆς τά διαχειρίζεται ἡ Ἐκκλησία, καί αὐτή ἀποφασίζει διά τήν ἐγκυρότητα ἤ μή αὐτῶν, καί τό ποιός θά τά λάβῃ ἤ μή. Αὐτή εἶναι ἡ ἐξουσία ὅπου ἔλαβαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἐπί τῆς γῆς. Δι’ αὐτό, Αὐτή καί μόνον Αὐτή, ἔχει τήν δυνατότητα νά ἐπιλέγῃ ἀναλόγως τῆς καταστάσεως, ὥστε νά οἰκονομῇ ἤ νά τηρῇ τήν ἀκρίβειαν ἐπί τῶν ὑπό αἱρετικῶν ἤ καθῃρημένων μυστηρίων. Ἄνθρωποι τό ἀποφασίζουν!!! Διερωτώμεθα, τήν ἀφαίρεσιν τῆς χάριτος τῆς Ἱερωσύνης δέν μπορεῖ νά τήν πράξῃ ἄνθρωπος, διότι ἐδόθη ἀπό τόν Θεόν· τήν ἐπίσχεσιν αὐτῆς πῶς μπορεῖ νά τήν κάνῃ; Πόσο μεγάλη εἶναι ἡ διαφορά; Ἡ θέσις τῶν Πατέρων ὅμως εἶναι ξεκάθαρη καί εἰς αὐτό τό θέμα· ἄς ἀκούσωμεν τόν ἅγιον Νικόδημον τί ἀναφέρει εἰς τήν ὑποσημείωσιν τοῦ ΛΕ΄ Ἀποστολικοῦ Κανόνος, περί τινῶν ὅπου ἔλαβον παρ’ ἐνορίαν χειροτονίαν καί καθῃρέθησαν δι’ αὐτό: “Ἤθελε δέ ζητήσῃ τινάς ἄν οἱ χειροτονηθέντες ἀπό τόν ὑπερόριον Ἀρχιερέα Κληρικοί, χωρίς τῆς γνώμης τοῦ ἐνορίου Ἀρχιερέως, καί καθαιρεθέντες, ἠμποροῦν νά λάβωσι πάλιν τόν βαθμόν τοῦ κλήρου, ἀπό τόν ὁποῖον ἐξέπεσον, ἤ δέν ἠμποροῦν; Φαίνεται ὅτι ἠμποροῦν, ὡς λέγουσί τινες, ἐπειδή ὄχι διά ἁμαρτίαν ἰδικήν των ἀπό τόν κλῆρον ἐξώσθησαν, ἀλλά διά τήν αἰτία τοῦ αὐτούς παρ’ ἐνορίαν χειροτονήσαντος, καί μάλιστα, ἄν καί δέν ἤξευραν, ὅτι ὁ χειροτονήσας αὐτούς, παρά γνώμην τοῦ κατά τόπους ἀρχιερέως τούς ἐχειροτόνησεν. Ἐπειδή δέ νά ἀναλάβουν τόν βαθμόν τοῦ κλήρου των ἠμποροῦν, ἄραγε μέ δευτέραν χειροθεσίαν τοῦ κατά τόπον Ἀρχιερέως, ὡς καθῃραμένοι, τοῦτον ἀναλαμβάνουν, ἤ μέ μόνην τήν αὐτοῦ συγκατάνευσιν καί τό στέρξιμον; Ἴσως μέ μόνην τήν αὐτοῦ συγκατάνευσιν: τοῦτο μέν, διότι εἶναι ἀπηγορευμένον νά γίνωνται δεύτεραι χειροτονήσεις, κατά τούς Κανόνας· τοῦτο δέ, καί διατί, καθώς ἕνας ἁρπάσῃ μίαν γυναῖκα καί χωρίς τήν γνώμην τοῦ Ἀρχιερέως καί τῶν γονέων τῆς γυναικός, βάλλει τινά ἱερέα καί τούς στεφανώσῃ, ἐάν μετά ταῦτα τό μάθῃ ὁ Ἀρχιερεύς, καί οἱ γονεῖς τῆς γυναικός, καί στέρξουν εἰς τόν γάμον, δέν γίνεται πάλιν δευτέραν ἱερολογία, (ὅθεν καί ὁ μέγας Βασίλειος εἰς τόν κβ᾿. Κανόνα θέλει μέ μόνην τήν θέλησιν τῶν γονέων νά ἔχῃ τό κῦρος καί τήν σύστασιν τό τοιοῦτον ἐξ ἁρπαγῆς συνοικέσιον): τοιουτοτρόπως καί ἡ χειροτονία τῶν παρά τοῦ ὑπερορίου Ἀρχιερέως χειροτονηθέντων, ἐάν μόνον στέρξῃ ὁ κατά τόπον Ἀρχιερεύς, ἔχει τό κῦρος καί τήν ἰσχύν, ὡσάν νά ἦτο καί χειροτονία αὐτόχρημα ἰδική του. Διότι, καθώς ἡ τῆς καθαιρέσεως τῶν τοιούτων αἰτία προῆλθεν ἀπό τήν ἀκουσιότητα τῆς γνώμης τοῦ κατά τόπον Ἀρχιερέως, οὕτω καί τό κῦρος τῆς χειροτονίας αὐτῶν προέρχεται ἀπό τήν θέλησιν καί γνώμην τοῦ ἰδίου Ἀρχιερέως”.
Τά προλεχθέντα ὑπό τοῦ Ἁγίου, φυσικά ἡ Ἐκκλησία τά ἐφαρμόζει, ὄχι μόνον εἰς ἀντικανονικάς χειροτονίας ὑπό ὑπερορίων Ἀρχιερέων, ἀλλά καί εἰς αἱρετικῶν τοιαύτας, ὅπου εἶχαν κόψει τήν Διαδοχήν ἐδῶ καί αἰῶνας! Ἄς μή μᾶς φαίνεται λοιπόν παράξενος, ἐξ ὅλων αὐτῶν ὅπου ἀναφέραμε, ὁ τρόπος ὅπου ἐνεργεῖ ἡ Ἐκκλησία, διότι ὡς προείπαμε σκοπός της εἶναι ἡ διασφάλισις καί ἑνότης τοῦ ποιμνίου καί ὄχι ἡ τιμωρία καί ἡ διαίρεσις.
Αὐτές λοιπόν ἐν συντόμῳ εἶναι οἱ θέσεις μας ἐπί τοῦ προκειμένου ζητήματος πού ἀπασχολεῖ καί διχάζει εἰς μεγάλον βαθμόν τό Ὀρθόδοξον ποίμνιον, πού διαχώρισε τήν θέσιν του ἀπό τήν κοινωνίαν τῆς αἱρέσεως, καί προβληματίζεται ἐπί τοῦ πρακτέου! Ἐλπίζομε νά συμβάλλαμε κάπως εἰς τήν ἐπίλυσιν αὐτοῦ τοῦ προβλήματος, ζητοῦντες συνάμα τήν κατανόησιν τῶν ἀναγνωστῶν, διά τίς ὅποιες ἀστοχίες.
1 Κων/νου Ράλλη, Ποινικόν Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, 1907, σελ. 20, ὑποσ. 81. καί Ἀναστασίου Χριστοφιλοπούλου, Ἑλληνικόν Ἐκκλησιαστικόν Δίκαιον, σελ. 152, 1965.
2 Τίτ. 3:10. “αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος“.
3 Παναγιώτου Παναγιωτάκου, ”Ἡ Ἱερωσύνη καί αἱ ἐξ αὐτῆς Νομοκανονικαί συνέπειαι”, 1951, σελ. 35. “Ὡς λ.χ. ἡ διαφορά τῶν ἀκύρων χειροτονιῶν ἀπό τῶν ἀντικανονικῶν τοιούτων, ἥτις εἶναι τεραστία. Διότι αἱ μέν πρῶτοι ἀποτελοῦν πράξεις τελεσθείσας ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ αἱ δεύτεραι τοιαύτας τελεσθείσας ἐντός τῆς Ἐκκλησίας καί κατά παράβασιν τῆς κανονικῆς τάξεως καί ἀκρίβειας καί μόνον (παραβίασις ἐκκλησιαστικοῦ νόμου διά παρανόμου πράξεως, ὡς λ.χ. τέλεσις χειροτονίας ὑπό καθῃρημένου τελεσιδίκως, κ. ἄ.)”.
4 Περί ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, λόγος Β’ 36, σελ. 251. ”…εἰ προσδιορίζειν δοίημεν τά τεθεολογημένα τοῖς ἁγίοις ἀπροσδιορίστως, καί τοῦτ’ ἄν εὐχερῶς κατασκευασθείη παντί τῷ βουλομένῳ· ἀλλ’ εὐθύς οὗτος εἰ μή μεταμεληθείη, καθυποβληθήσεται τῷ ἀναθέματι· ”εἰ γάρ τίς”, φησίν, ”εὐαγγελίζεται παρ’ ὅ εὐηγγελισάμεθα, ἀνάθεμα ἔστω”.
5 Πρός Ἀκίνδυνον, ἐπιστολή Γ’, 9. σελ.601. ”Ὁ δέ τήν οὐσίαν ἄκτιστον εἶναι μόνην διαβεβαιούμενος, τήν δέ ταύτης οὕτω διενηνοχυῖαν δύναμιν καί θέλησιν καί ἐνέργειαν κτιστήν, εἰς κτιστά καί ἄκτιστα διχοτομεῖ τήν μίαν θεότητα, διχοτομούμενος αὐτός καί ἀποτεμνόμενος τῆς θείας χάριτος καί τελείως ἀπορρηγμένος τῶν εὐσεβῶν, Ἀρείου καί Εὐνομίου καί Μακεδονίου μηδέν ἧττον, ὅτι μή καί μᾶλλον” .
6 Λόγος Ἀντιρρητικός Α’, 56. σελ. 137. ”Κἄν γάρ τινας φενακίσαντες παρασύρωσιν, οὕς καί ὁπόσους, ἐκείνους τῆς ἱεράς Ἐκκλησίας ἐκβάλλουσιν, αὕτη δέ μένει μηδέν ἧττον ἀσφαλής καί ἀκράδαντος, ἐστηριγμένη παγίως οἷς ἐπεστήρικται ἡ ἀλήθεια. Καί γάρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ὅλοι τῆς ἀληθείας εἰσί, καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες, καθάπαξ οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί ”.
7 Λόγος Ἀντιρρητικός Α’, 53. σελ. 131. ”...Καί μήν οὐ τοῖς προαπολογουμένοις ἀλλά τοῖς τό ἐξῆς κινοῦσιν ἐκεῖ φανερῶς ἐπιτιμᾶ...”.
8 Θεοδώρου Στουδίτου, Ἐπιστολή 40η, Ναυκρατίῳ τέκνῳ, σελ. 168. ”Τοιοῦτον δέ Πρεσβύτερον σπάνιον εὑρεῖν νῦν μή μιγνύμενον καί συγκοινωνοῦντα αἱρετικοῖς”.
9 Ἐπιστολή 101, Πέτρῳ Νικαίας, σελ.418. ”Αὕτη ἡ παρ’ ἡμῶν συμβουλή πρός τήν ἐρώτησιν τοῦ κυρίου ἡγουμένου, ἵνα μέχρι τῶν ἁγίων ἀποστόλων καί λυθῶσι πάντες τοῦ ἐπιτιμίου, μετέχοντες τῶν ἁγιασμάτων· οὐ μέντοι ἐνεργεῖν τούς ἱερεῖς τῆς ἱερωσύνης, ἕως ἐλεύσεως ὀρθοδόξου συνόδου, ἐν ᾗ πᾶσα λύσις καί πᾶσα θυμηδία. Κοινῶς δέ πάντες ὡς κοινοί μοναχοί, εἴτε ἱερωμένοι, εἴτε μή, εὐλογείτωσαν καί εὐλογείσθωσαν, καί εὐχέσθωσαν καί εὐχάς λαμβανέτωσαν”.
10 Ἐπιστολή 152, Θεοδώρῳ μονάζοντι. σελ. 510. ”Ἐν κεφαλαίῳ δέ εἰπεῖν, τόν ἤ ὑπογραφῇ ἤ κοινωνίᾳ αἱρετικῇ ἁλόντα ἱερέα, ἤ ἁπλῶς διάκονον, εἴργεσθαι παντάπασι τῆς ἱερουργίας, ἀλλά γάρ καί τῆς κοινωνίας. Μετά δέ τήν τῆς ἐπιτμίας περαίωσιν, τῶν μέν ἁγιασμάτων μετέχειν, τῆς δέ λειτουργίας οὐδαμῶς, ἕως ἁγίας συνόδου, εὐλογεῖν δέ ἤ εὔχεσθαι ὡς κοινόν μοναχόν, οὐχ ὡς ἱερωμένον, ἀλλά καί τοῦτο μετά συμπλήρωσιν ἐπιτιμητικήν. Εἴς τε τάς ὑπό αἱρετικῶν κατεχομένας ἐκκλησίας μή εἰσιέναι, μήτε ἐαθῇ ναός, κρατεῖσθαι ὑπό ὀρθοδόξου μετά τό ἐκεῖσε αἱρετικάς ἀναφοράς γενέσθαι, λειτουργεῖν τόν ὀρθόδοξον, ἄνευ λύσεως ὀρθοδοξοῦντος ἐπισκόπου”.
11 Ἐπιστολή 11η, σελ. 253. ”Εἰ καθ’ ὑμᾶς μετά τήν ἄρνησιν, ἤτοι κοινωνίαν, τῶν Χριστομάχων, εὐθύς δεκτέοι καί ἀνεπιτίμητοι οἱ τοιοῦτοι, τί μάτην κινδυνεύω καθ’ ἑκάστην ἡμέραν καί μή αὐτομολήσας πρός τούς ὑπεναντίους, αὖθις διά μετανοίας τοῖς ὀρθοδόξοις ἀνεπιτιμήτως συνταχθείην;”.
12 Μεθοδίῳ μονάζοντι, σελ. 649. ”Ἐρώτησις Ζ’.-Περί τῶν ὑπογραψάντων καί κοινωνησάντων μοναχῶν καί κληρικῶν ἐν τῇ αὐτῇ αἱρέσει· πῶς χρή τούτους δέχεσθαι· χωρίς ἐπιτιμίου, ἤ μετά ἐπιτιμίου· ἐάν ὁμολογῶσι μηκέτι ἐνεργεῖν ἐν τῇ ἱερατείᾳ· καί εἰ ἔξεστιν ἡμῖν, διδόναι ἐπιτίμια τοῖς τοιούτοις. Ἀπόκρισις.-Δῆλον ὅτι μετά τῶν προσηκόντων ἐπιτιμίων. Πῶς γάρ ἄν μή τούς καρπούς τῆς μετανοίας ἐπιδεικνύμενοι, εἶεν ἄξιοι συναφθῆναι τῷ ὀρθοδόξῳ σώματι; διδόναι δέ καί ἡμᾶς ἐπιτίμια τοῖς τοιούτοις, οὐκ ἀποκριτέον...”.
13 Ἡσαΐας, 5, 12.
14 Εὐθημίῳ Σάρδης, Ἐπιστολή 211η, σελ.640. ”Περί δέ οὗ πρεσβυτέρου ἐκέλευσας σημᾶναι οὕτω καί οὕτως, εἶναί τε καί ἐκλελυτρῶσθαι τῆς βαρβαρικῆς αἰχμαλωσίας, σύνισμεν πρός αύτοῦ τούτου ἕκαστα ἐκμεμαθηκότες .Ἀλλ’ ὁ ἀνήρ οὐ βούλεται, εἴτ’ οὖν οὐκ ἀνέχεται, τῷ καθ’ ἡμᾶς τύπῳ κεκανονίσθαι. Οἶσθα γάρ, θεοτίμητε, ὅτι κοινῃ ψήφῳ τῶν τε ἔτι ὑπέρ γῆν ὄντων, καί τῶν ἔναγχος ἐκδημησάντων πρός Κύριον ὁμολογητῶν, τούς ἅπαξ ἑαλωκότας τῇ αἱρετικῇ κοινωνίᾳ ἱερωμένους εἶρχθαι τῆς ἱερουργίας, διώρισται, ἕως δηλονότι καιροῦ ἐπισκοπῆς τῆς ἄνωθεν προνοίας.
Καί πῶς ἄν δυνηθείημεν λῦσαι τόν κανόνα καί διά τῆς τοῦ ἑνός παραδοχῆς νόμον ἐπί ἅπαντας τούς προειργμένονς ἀποῖσαι, κἄν τούτῳ ὑπεναντία μέν δρᾶσαι τῷ θείῳ ἡμῶν καί πρωτάρχῳ καθηγεμόνι, ὅτι μηδέ ἁπλῶς αὐτός τούς τοιούτους εὐλογεῖν κοινήν βρῶσιν ἀνέχεται· μή ὅτι γε πλέον τι ἐνεργεῖν ἱερατικῶς, τούς ἄλλους τε τῶν ὁμολογητῶν σκανδαλίσαι καί ὑποῖσαι διχόνοιαν τούς ἀκριβείας ἀντεχομένους;
Κἄν τινες ἴσως ἔφθασαν τῇ κατ’ αὐτούς διακρίσει διά τό στενόν τοῦ χρόνου, καί τό τῶν ἐπιζητούντων ἀναγκαστικόν, τινάς τῶν πρεσβυτέρων μετά τήν ἐπιτιμίαν ἀπολελυκέναι, ἡμῖν δέ οὐδαμῶς τοῦτο κατεργάσασθαι ἄτερ τοῦ προέδρου, ὅτι καί νομιστέον εὖ ἔχειν τόν λόγον τῆς καθείρξεως. Ποῦ γάρ φανείη τό διάφορον τῶν προδωσάντων τήν ἀλήθειαν καί μή; τῶν γενναίως ἐνηθληκότων, καί μηδαμῶς ἑλομένων ὑπέρ τοῦ καλοῦ τληπαθεῖν; Καί ποῦ ὁ Χριστός καί ὁ Βελίαρ, τό φῶς καί τό σκότος, εἴπερ ἀναμίξ τά πάντα, καί πρό κρίσεως συνοδικῆς, κρίσεως, καί πρό εἰρήνης, εἰρήνη;”.
15 Ἐπιστολή 24η, Ἰγνατίῳ τέκνῳ, σελ. 286. ”Ἡ παρά τῶν αἱρετικῶν κοινωνία οὐ κοινός ἄρτος, ἀλλά φάρμακον, οὐ σῶμα βλάπτον, ἀλλά ψυχήν μελαῖνον καί σκοτίζον...”.
16 Αὐτόθι. ”Εἰ δέ ὀρθοδόξων αἱ εὐχαί τῆς ἱερουργίας· γίγοιντο, συμβάλλεται; Οὐ γάρ ὡς ὁ ποιήσας αὐτάς φρονοῦσιν. Οὐδέ ὡς αὐταί αἱ φωναί σημαίνουσι, πιστεύουσιν. Ἐπείπερ πᾶσα ἡ μυσταγωγία, Χριστόν ἄνθρωπον ἀληθῶς γεγενῆσθαι δοξάζει· οἱ δέ ἀρνοῦνται, κἄν λέγωσι, διά τό φρονεῖν μή ἐξεικονίζεσθαι αὐτόν”.
17 Αὐτόθι. ”οὐδέ ἐνταῦθα πιστεύει ὡς λέγει· κἄν ὀρθόδοξος ἡ μυσταγωγία· ἀλλ’ εἰκαιολογεῖ ὀ τοιοῦτος· μᾶλλον δέ ἐνυβρίζει παίζων τήν λειτουργίαν· ἐπεί καί γόητες καί ἐπαοιδοί χρῶνται θείαις ὠδαῖς ἐν τοῖς δαινονιώδεσι”.
18 Ἐπιστολή 197η, Δωροθέῳ τέκνῳ, σελ. 608. ”Ὥστε εἰ οὕτως ἐγένετο, ποιεῖσθαι λειτουργίας ὑπέρ αὐτοῦ πρός Θεόν οὐ παραιτητέον. Εἰ δέ οὐδέν τούτων γέγονεν, ἀλλά κοινωνῶν ἦν τῇ αἱρέσει, καί οὐκ ἔφθασε μετασχεῖν τοῦ σώματος καί αἵματος τοῦ Κυρίου· αἱρετικός γάρ ὁ ἄρτος ἐκεῖνος, καί οὐ σῶμα Χριστοῦ (Οὐ τολμητέον εἰπεῖν σύναξιν περί αὐτοῦ ποιεῖν)· οὐδέ γάρ παίγνια τά θεῖα”.
19 Ἐπιστολή 136η, Θεοδώρῳ στρατηγῷ, σελ. 482. ”Γνώτωσαν οὖν λοιπόν οἱ βιαστικῶς ἕλκοντες πρός ἑαυτῶν κοινωνίαν τούς μή προαιρουμένους, ὡς ἑλληνοειδῶς τοῦτο πράττουσιν· οὐ σῶμα Χριστοῦ τό ἐθελόθυτον παρέχοντες, ἀλλά τοὐναντίον εἰδωλοθύτου ἔχον ἔμφασιν, κατά τήν ἀκούσιον τοῦ θυομένου ἐν ταῖς κατ’ αὐτῶν φιλοδαίμοσι σπονδαῖς”.
20 Αὐτόθι.”Οὐδεμία γάρ κοινωνία φωτί πρός σκότος”· οὔτε ἐν τῷ μέρει τῶν ὀρθοδόξων τετάξεται, ὁ μή κοινωνῶν τῇ ὀρθοδοξίᾳ, κἄν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ὥρα. Ὅπου εὑρεθῇ ἐκεῖ καί κριθήσεται· καί οἷον ἐφόδιον εἴληφε πρός τήν αἰώνιον ζωήν, τούτῳ καί συναριθμήσεται”.
21 Νικήτᾳ ἡγουμένῳ, ἐπιστολή 154η, σελ. 517. ”Ὡς οὖν ὁ θεῖος ἄρτος ὑπό τῶν ὀρθοδόξων μετεχόμενος, πάντας τούς μετόχους ἕν σῶμα ἀποτελεῖ· οὕτω δή καί ὁ αἱρετικός ἄρτος κοινωνούς τούς οὕτω αὐτοῦ μετέχοντας ἀλλήλων ἀπεργαζόμενος, ἕν σῶμα ἀντίθετον Χριστῷ παρίστησι καί ὁ κενολόγος μάτην κενολογεῖ”.
22 Εἶναι χαρακτηριστικόν πώς οἱ ἐξ μνημονευόντων ἀποτειχισμένοι τυγχάνουν θερμοί ”λάτρεις” τῶν Παϊσίου, Πορφυρίου καί λοιπῶν νεοφανέντων ”ἁγίων”, πού ἐδῶ καί μερικά χρόνια ἔχει ἀρχίσει νά ἁγιοποιῇ τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, διά ἰδιοτελεῖς βεβαίως σκοπούς. Εἶναι ἀπορίας ἄξιον, τό πώς οἱ νεοαποτειχισμένοι δέν ἀκολουθοῦν τό παράδειγμα τῶν ”ἁγίων” τους, ὅπου παρέμειναν πιστά τέκνα τῆς ”ἐκκλησίας” τους μέχρι τέλους! Γνωρίζουν πάντες, ὅτι οἱ συγκεκριμένοι ”ἅγιοι” ἔδιναν τόν ἑαυτόν τους, ὥστε νά ἀποτρέψουν κάποιον, διά νά μήν διακόψῃ τήν ἐκκλησιαστικήν ἐπικοινωνίαν μέ τόν ”πατριάρχην”, διά νά μήν διασπασθῇ δῆθεν ἡ ἑνότης τῆς ἐκκλησίας. Συγκεκριμένα, ὁ γέρων Παΐσιος ἔφθασεν εἰς σημεῖον νά χειροδικῇ εἰς προσκυνητάς πού ἀκολουθοῦσαν τό Παλαιόν Ἡμερολόγιον! Ἀκόμη μεγαλυτέραν ὅμως ἀπορίαν προξενεῖ τό γεγονός, πώς καί ἡμέτεροι πρώην ζηλωτές, πού ἦλθον εἰς ἐκκλησιαστικήν ἐπικοινωνίαν καί ἕνωσιν μεθ’ αὐτῶν τῶν νεοαποτειχισμένων, ἀνέχονται τήν μνημόνευσιν εἰς τούς Ναούς τῶν Κελλίων τους, τῶν ὀνομάτων αὐτῶν τῶν πονηρῶς κατασκευασμένων ”ἁγίων”!
23 Γνωρίζουν οἱ νεοαγιορεῖτες τάς πραγματικάς ἐκκλησιολογικάς θέσεις τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά ἀδιαφοροῦν ἀρεσκόμενοι εἰς τήν παροῦσα εὐμάρειαν, δι’ αὐτό καί ἀσχολοῦνται μόνον μέ ”ὁράματα” καί ”θαύματα”, ὅπως τῶν προειρημένων ”ἁγίων”, καί μέ αὐτά τρέφουν τόν ὄχλον πού τούς ἀκολουθεῖ τυφλά, διότι γνωρίζουν πώς αὐτή εἶναι ἡ τροφή πού ἀρέσκονται!
24 Πρβλ. Π. Τρεμπέλα, Δογματική, τόμ. Γ’ σελ. 28-29.
25 Παντελεήμονος Ροδοπούλου, Ἐπιτομή Κανονικοῦ Δικαίου, σελ. 125. “Τό Ἀνεξάλειπτον τῆς ἱερωσύνης. Κατά τήν θεωρίαν αὐτήν ἡ χειροτονία δέν ἐξαλείφεται καί ἐάν ὁ καθαιρεθείς ἱερεύς ἀποκατασταθῇ δέν ἐπαναλαμβάνεται ἡ χειροτονία. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν ἔχει ἀποφανθῇ ἐπισήμως ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ. Ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία καθιέρωσε τό δόγμα αὐτό διά τῆς ἐν Τριδέντῳ συνόδου (1545-1563). Μερικοί Ὀρθόδοξοι θεολόγοι ἐπηρεασθέντες ἐκ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς διδασκαλίας ἐδέχθησαν τήν θεωρίαν αὐτήν. Ἡ μακραίων ὅμως πρᾶξις τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ διδασκαλία αὐτῆς περί χάριτος ἀπορρίπτει τήν περί ἀνεξαλείπτου τῆς ἱερωσύνης θεωρίαν. Οἱ καθαιρούμενοι κληρικοί ἐπανέρχονται εἰς τήν τάξιν τῶν λαϊκῶν ἤ τῶν μοναχῶν”.
26 Ἀποστασία καί Διχασμός, 1981, σελ. 74, πρβλ. καί σελ. 47.
27 Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Νηστευτοῦ, Κανών, ΚΗ’. Ἱερόν Πηδάλιον, σελ. 575.
28 ΣΤ’ Οἰκουμενική Σύνοδος, Κανών ΠΑ’. Ἱ. Πηδ. Σελ. 291.
29 Αὐτόθι, Κανών, ΚΒ’. Ἱ. Πηδ. σελ. 237.
30 Αὐτόθι.
31 Ἱ. Πηδάλιον, ἔκδ. Ἀστέρος, σελ. 738.
32 Πρβλ. Ἀποστασία καί Διχασμός, σελ. 47.
33 Ἰ. Βαλέττα, ἐπιστολές Μ. Φωτίου, σελ. 412.
34 Η.Θ.Ε. τόμ. 7ος, σελ. 151-152.
35 Κ. Ράλλη, Ἐγχειρίδιον Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, σελ. 105. “Ἡ γνώμη τῶν δεχομένων ὅτι ἤδη ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ ἀρχαιότητι οἱ καθαιρούμενοι παρέμενον potentialiter κληρικοί, ἀνεξιτήλου ὄντος τοῦ ἐκ τῆς χειροτονίας προσδιδομένου χαρακτῆρος, οὐδόλως ἀποδείκνυται ὑπὸ τῶν χωρίων, ἅτινα ἐπικαλοῦνται”.
36 Αὐτόθι, τόμ. 9ος, σελ. 236.
37 Πολλοί ἐκ τῶν ὑποστηρικτῶν τῶν περιέργων αὐτῶν δοξασιῶν ἐπικαλοῦνται κατά κόρον κάποιον σχολιασμόν ἐκ μέρους τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, εἰς τήν ὑποσημείωσιν τοῦ ΚΗ’ Ἀποστολικοῦ Κανόνος. Ἐκεῖ ἀφοῦ πρῶτον παραθέτει τίς διάφορες γνῶμες τινῶν Πατέρων ἐπί τοῦ θέματος, καταλήγει εἰς τό συμπέρασμα, ἄν καί ὄχι ἀποφατικῶς, ὡς ὁ ἴδιος λέγει, πώς τά ὑπό καθῃρημένων καί ὑπό αἱρετικῶν γενόμενα μυστήρια εἶναι ἰσχυρά! Εἰς τό συμπέρασμα αὐτό κατέληξε ἀφοῦ πρῶτα ἐπικαλούμενος τῆς ἀρχῆς πώς “τά ὅμοια ἐκ τῶν ὁμοίων πρέπει νά συμπεραίνονται καί νά κρίνονται“, συνέκρινε τόν ΙΓ’ Κανόνα τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου καί τόν Ε’ Κανόνος τῆς ΣΤ’ οἰκουμενικῆς, μέ αὐτές τίς περιπτώσεις τῶν καθῃρημένων καί αἱρετικῶν. Ἡ τοιαύτη σύγκρισις ὅμως εἶναι παντελῶς ἄστοχη, διότι οἱ δύο Κανόνες ἀναφέρονται εἰς τελείως διαφορετικάς καταστάσεις!!! Οἱ ἱεροί αὐτοί Κανόνες ὁμιλοῦν περί παρανόμων χειροτονιῶν πού ἐτελέσθησαν ἀπό κανονικούς Ἐπισκόπους, ἀκεραίαν ἔχοντες τήν Ἱερωσύνην, καί ὄχι ἀπό καθῃρημένους ἤ αἱρετικούς, ὅπου ἐχώλαιναν περί αὐτήν. Εἶναι ἐντελῶς αὐθαίρετον νά κατατάξωμεν καί νά συγκρίνωμεν τίς δύο αὐτές περιπτώσεις μέ τό ἴδιον μέτρον, ἀφοῦ ἡ οὐσία τῆς παρανομίας ἀπέχει παρασάγγας! Εἶναι σάν νά ἐδικάζαμεν π.χ. ἕναν κατά συρροήν δολοφόνον μέ τόν νόμον ὅπου δικάζεται κάποιος πού κατηγορεῖται γιά ἁπλή κλοπή!!!
38 Θεοφίλου Καμπανίας, Νομικόν, ἔκδ. 1728, σελ. 28. “Ἀρχιερεύς μεγαλοσχημήσας, τελείως τῆς ἀρχιερωσύνης γυμνοῦται, ὁρίζει ὁ β’ κανών τῆς ἐν τῇ ἁγίᾳ Σοφίᾳ συνόδου”.
39 Ἁγίων Ἀποστόλων, Κανών ΚΕ’, “Ἐπίσκοπος, ἤ Πρεσβύτερος, ἤ Διάκονος ἐπί πορνείᾳ, ἤ ἐπιορκίᾳ, ἤ κλοπῇ, ἁλούς, καθαιρείσθω, καί μή ἀφοριζέσθω. Λέγει γάρ ἡ Γραφή, ”Οὐκ ἐκδικήσεις δίς ἐπί τό αὐτό”. Ὡσαύτως καί οἱ λοιποί κληρικοί”.
40 Νικοδήμου Μίλας, Ἐκκλησιαστικόν Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, 1906, σελ.708. “Ἕνεκα τῆς διάφορου θέσεως τῶν λαϊκῶν καί κληρικῶν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, καί ἡ τιμωρία τῶν προσώπων ἑκατέρας τάξεως εἶναι διάφορος. Ἡ βαρύτατη ποινή τῶν μέν κληρικῶν εἶναι ἡ ἀποβολή ἐκ τοῦ πνευματικοῦ ἀξιώματος (καθαίρεσις), τῶν δέ λαϊκῶν ἀφορισμός. Τῇ δευτέρᾳ ταύτῃ ποινή δέν ὑπόκειται ὁ κληρικός ὡς τοιοῦτος”.
41 Αὐτόθι, σελ.708. “Ὅταν δέ συνεπείᾳ τῆς καθαιρέσεως καταταγῇ οὗτος πάλιν εἰς τάς τάξεις τῶν λαϊκῶν, διαπράξας ἐνταῦθα παράπτωμά τι ἑπάγον τήν ποινήν τοῦ ἀφορισμοῦ, δι’ ὅ ἔδει νά τιμωρηθῇ οὗτος κληρικός ὤν διά καθαιρέσεως, τιμωρεῖται τότε διά τῆς βαρυτάτης ταύτης ποινῆς, τῆς ἐπιβαλλομένης τοῖς λαϊκοῖς”. Πρβλ. καί σελ. 718.
42 Αὐτόθι, σελ. 661.
43 Theophanes Continuatus, Chronographia (lib. 1-6), Page 355, line 22. “ὁ δὲ παρευθὺς τοῖς ποσὶ τοῦ πατριάρχου προσπεσὼν εἶπεν “ὁρκίζω σε δέσποτα κατὰ τοῦ θεοῦ ἵνα πρότερόν με καθαιρέσῃς, καὶ τότε γυμνόν με ὄντα ἱερωσύνης ὡς κακοῦργον ὄντα κολαζέτωσαν”. Πρέπει νά σημειώσωμεν πώς εἰς περίπτωσιν μή ἀπωλείας τῆς Ἱερωσύνης κατά τήν καθαίρεσιν, θά ἔπρεπε ὁ Πατριάρχης Φώτιος νά εἰπῇ εἰς τόν κατηγορούμενον Ἐπίσκοπον Εὐχαϊτῶν Θεόδωρον, πώς ἀδίκως τόν παρακαλεῖ, διότι μία τοιαύτη πρᾶξις οὐδένα ἐπιθυμητόν ἀποτέλεσμα θά εἶχε, ἀφοῦ ἡ Ἱερωσύνη εἶναι ἀδύνατον νά ἀφαιρεθῇ διά τῆς καθαιρέσεως. Πρλβ. “Ταῦτα γάρ τῆς τοῦ Ἀρείου πονηρᾶς σπορᾶς τά γεννήματα. Ἀλλά τοῦτον μέν, ὡς χείλη βλάσφημα κατά τοῦ πεποιηκότος ὁπλισάμενον, τῆς Ἱερωσύνης ὁ ἱερός ἀπεγύμνωσεν ὅμιλος· τήν δέ δυσσεβεστάτην καί θεομάχον αὐτοῦ αἵρεσιν τῷ ἀναθέματι καθυπέβαλεν”. Πατριάρχου Φωτίου, ἐπιστολή στ’, Ἰ. Βαλέττας, σελ. 206. Ἔκδ. 1864.
44 Σελ. 242.
45 Ἡ ὀνομασία τῆς ἱερωσύνης, ὡς ἀνεξίτηλης ἤ ἀνεξάλειπτης σημαίνει ἕνα καί τό αὐτό.
46 Αὐτόθι, σελ. 242-243.
47 Ματθαῖος, 18, 18.
48 Πρακτικά Ἱερῶν Συνόδων, τόμ. Γ’, σελ. 644. Εἰς τά Πρακτικά γίνεται ἀναφορά δι’ἑνός πρεσβυτέρου μονοθελητοῦ, ὅπου ἐπιχειρησησεν σημεῖον ἀπό τοῦ θεοῦ πρός ἐπικύρωσιν τῆς αἱρετικῆς δόξης του. Οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου κατεδίκασαν αὐτόν . “…μηδέν δύνασθαι ποιεῖν, πῶς γάρ ἄν καί ἐδύνατο βλασφημῶν εἰς Θεόν δυνάμεις ἐπιτελεῖν; συνείδομεν τοῦτον ὡς λαοπλάνον καί ἀπατεῶνα, καί πρόδηλον αἱρετικόν πάσης ἱερατικῆς τάξεώς τε καί λειουργίας γυμνωθῆναι καί καθαιρεθέντος αὐτοῦ, ἡ ἁγία σύνοδος ἐξεβόησεν”. Καί πρίν λοιπόν τῆς καθαιρέσεως ὁ αἱρετικός οὗτος ἀδυνατοῦσε ἕνεκα τῶν βλαφημιῶν του νά τελέσῃ τό σημεῖον, ἐγκαταλελειμμένος τῆς Χάριτος.
49 Ἀποστασία καί Διχασμός, σελ. 73.
50 Κανονικό Δίκαιο, σελ. 243.
51 Ἀμίλκα Ἀλεβιζάτου, ”Ἡ οἰκονομία κατά τό Κανονικόν Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας’‘, σελ. 74-75.
52 ”Κανονικό Δίκαιο”, σελ. 242. “…ἂν δηλαδὴ τὸ ἐλάττωμα τῆς χειροτονίας εἶναι τόσο φανερό, ὥστε νά γίνεται ἀντιληπτὸ ἀπὸ τὸν καθένα, τότε οἱ πράξεις τοῦ χειροτονηθέντος εἶναι ἄκυρες καὶ χωρὶς ἀκυρωτικὴ ἀπόφαση”.
53 Ἀμ. Ἀλεβιζάτου, ”Ἡ οἰκονομία κατά τό Κανονικόν Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας’‘, σελ. 76-77. “Περιττόν νά λεχθῇ ὅτι οὐδεμίαν δέσμευσιν ἔχει ἡ Ἐκκλησία, ὡς κακῶς καί κοινῶς πιστεύεται, εἰς τό προβῇ, ἄν θέλῃ καί κρίνῃ σύμφορον εἰς τόν ἐκκλησιαστικόν ὀργανισμόν, εἰς ἀναχειροτόνησιν, διότι ἡ πρᾶξις αὕτη ἐλογίζετο ἀνά ἀλλά ἀπ’ ἀρχῆς χειροτονία”.
54 Πρβλ. Π. Μπούμη, ”Κανονικόν Δίκαιον”, σελ. 239. “Καθαίρεση, λοιπόν μποροῦμε νά ποῦμε, ὅτι εἶναι ἡ ἀναστολή τῆς ἐνέργειας τοῦ χαρίσματος τῆς ἱερωσύνης. Ἡ καθαίρεση δηλαδή καθιστᾶ τή Θ. Χάρη ἀνενέργητη. Γι’ αὐτόν τόν λόγο καί τά μυστήρια, τά ὁποῖα ἤθελε τελέσει ἕνας καθῃρημένος κληρικός, εἶναι ἀνίσχυρα καί θεωροῦνται ὡς μή γινόμενα”.
55 ”Πάσχα Κυρίου”, σελ. 782.
56 Λόγος Ἀντιρρητικός Α’, 56. σελ. 137.
57 Πρβλ. Ἀριστ. Δελήμπαση, ”Πάσχα Κυρίου”, ὅπου ἀναφερόμενος εἰς τήν ἄρσιν τοῦ Βουλγαρικοῦ σχίσματος καί εἰς τήν ἀποκατάστασιν τῶν καθῃρημένων κληρικῶν, λέγει τά ἐξῆς παράδοξα: “Ἐντεῦθεν γίνεται δῆλον, ὅτι ὁ καθῃρημένος, λειτουργῶν, δέν ἀντιποιεῖται ξένης Ἀρχῆς”!!! Θεωρεῖ ἀπ’ ὅτι βλέπουμε, τόν καθῃρημένο λειτουργό ἐντελῶς ἀψεγάδιαστον ἀπό πλευρᾶς κανονικότητος, ἀφοῦ οὔτε εἰς τό ἁμάρτημα τῆς ἀντιποιήσεως Ἀρχῆς δέν ἐκπίπτει! Τότε πρός τί ἡ καθαίρεσίς του, ἀφοῦ αὕτη δέν μπορεῖ νά τοῦ ἐπιφέρῃ οὐδεμίαν συνέπειαν; Ποῦ εὑρίσκεται ὁ ρόλος τῆς ἐπισχέσεως τῆς Ἱερωσύνης, ὅπου συχνῶς ἐπικαλοῦνται, κατά τήν καθαίρεσιν, ὅταν αὐτή δέν εἶναι ἱκανή νά περιορίσῃ τήν ροήν τῆς Χάριτος, ἀπό, καί πρός τούς καθῃρημένους; Ποῦ βασίζονται καί ἀποφαίνονται αὐτάς τάς ἀσυναρτησίας; Ἕκαστος μπορεῖ νά ἀντιληφθῇ τάς ἀντιφάσεις εἰς τάς ὁποίας ἐκπίπτουν, ἀλλά καί τήν ἐκκλησιολογικήν ἀσυνέπειαν καί ἀντίθεσιν μετά τῆς Ὀρθοδόξου τοιαύτης: “Τά ὑπό τοῦ καθῃρημένου κληρικοῦ τελούμενα μυστήρια καί ἱεροτελεστίαι εἶναι ἀνίσχυρα. Ὁ τελῶν αὐτά συνιστᾶ τό ἀδίκημα τῆς ἀντιποιήσεως τῆς ἀρχῆς, ἐκκλησιαστικῶς δέ ἀπειλεῖται διά τῆς ποινῆς τοῦ μεγάλου ἀφορισμοῦ ἤ ἀναθέματος”. Παντελεήμονος Ροδοπούλου, Ἐπιτομή Κανονικοῦ Δικαίου, σελ. 126.
58 Π. Μπούμη, ”Κανονικόν Δίκαιον”, σελ. 236.
59 Ἱ. Πηδάλιον, σελ. 38. Ὑποσημ. 1η.